Σάββατο 7 Μαΐου 2011

Τι θα γίνεις παιδί μου όταν μεγαλώσεις;

Του Ευάγγελου Βαρελίδη
Άκουσα με κατάπληξη, κάποιον μεγάλο να με ρωτά και να με κοιτά ερευνητικά στα μάτια, προσπαθώντας να μαντέψει την αντίδρασή μου.Εγώ όμως είχα παραλύσει, τον κοιτούσα φοβισμένος, παραξενεμένος και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε από εμένα. Εγώ αισθανόμουν ότι ήμουν μια χαρά όπως ήμουν, τι το στραβό έβλεπε αυτός που δεν είχα και έπρεπε να το διορθώσω;
Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω;
Γιατί θα έπρεπε να γίνω κάτι άλλο από αυτό που ήμουν, αυτό που είμαι δεν είναι αρκετό, διερωτήθηκα.
Μη...
δίδοντας απάντηση στο ερώτημα και κοιτώντας τον σχεδόν τρομοκρατημένος, ο άγνωστος θείος με ύφος εκατό δασκάλων συνέχισε.
Βαγγελάκη παιδί μου η Ζωή είναι δύσκολη, αύριο θα κάνεις οικογένεια, παιδιά και για να βγεις παλικάρι από αυτήν πρέπει να γίνεις γιατρός, δικηγόρος ή ένας μεγάλος επιστήμων, ήταν η εποχή που είχαν ακόμη αξία αυτές οι ειδικότητες.
Εγώ συνέχισα να τον κοιτώ τρομοκρατημένος, υποψιασμένος ότι για να γίνω ΚΑΤΙ έπρεπε να χάσω ή να απορρίψω αυτό που σίγουρα αισθανόμουν ότι είμαι, ο Εαυτός μου, και αυτό που ένθερμα ήθελατότε, ήταν να ανακαλύψω γιατί οι μεγάλοι ήταν τόσο ψεύτες, υποκριτές, κλέφτες, βίαιοι, χυδαίοι, τρομοκρατημένοι και δυστυχισμένοι, ότι ο σκοπός μου ήταν Ιερός και δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε από μένα αυτός ο άγνωστος συγγενής και μου έθετε αυτό το ερώτημα.
Με την αδυναμία να απαντήσω στο ερώτημα, αφού αισθανόμουνθαυμάσια όπως ήμουν, είχα αρχίσει
για πρώτη φορά να αμφιβάλω για τον εαυτό μου και άρχισα νααισθάνομαι μειονεκτικός, να αισθάνομαι ότι κάτι δεν πάει καλά μ’ εμένα. Ειδικά όταν μετά το αρχικό Σοκ της ερώτησης, άρχισα να παρατηρώ και να διαπιστώνω, ότι όντος οι μεγάλοι μου φερόταν σαν να ήμουν ΤΙΠΟΤΕ.
Εκείνο το ερώτημα με ξύπνησε σε έναν κόσμο μεγάλων, που όλοι εναγωνίως προσπαθούσαν να γίνουν κάτι, απορρίπτοντας αυτό που ήταν και αυτό, τότε, δεν μπορούσα να το καταλάβω!!
Βέβαια υπήρχαν κάποιοι μεγάλοι που με Αγαπούσαν, όπως η Γιαγιά μου Στυλιανή και εκείνη η υπέροχη γειτόνισσα η Μαρίκα, που μου τραγουδούσε και μ έκανε ευτυχισμένο παιδί. Αλλά μετά από το περιστατικό με τον άγνωστο θείο, άρχισα να παρατηρώ, ότι και αυτές οι εξαίρετες γυναίκες που με έκαναν ευτυχισμένο, αντιμετωπίζονταν εξ΄ ίσου περιφρονητικά όπως Εγώ ο μικρός, από άλλους συγγενείς και γνωστούς οι οποίοι έτρεχαν, ξεσκόνιζαν και έγλειφαν κάποιους άλλους ανώτερους, που νόμιζαν ή πίστευαν ότι ήταν ΚΑΤΙ, όπως π.χ.χωροφύλακες, στρατιωτικούς, παπάδες, δασκάλους, εμπόρους, επιστήμονες, πολιτικούς, κομματάρχες κ.τ.λ.
Για να μη μιλήσουμε βέβαια για τους απλησίαστους, σεβάσμιους, αξιοσέβαστους, Αγιότατους και Παναγιότατους, Αξιότιμους και Μεγαλειότατους που μας κοίταζαν από ψηλά, συνήθως από εκεί που ήταν κρεμασμένη η φωτογραφεία τους, με την απόλυτη σιγουριά της ανωτερότητάς τους και την βεβαιότητα του δικού μας ΤΙΠΟΤΕ.
Μέσα σ’ αυτή τη βεβαιότητα του ΤΙΠΟΤΕ, που σιγά σιγά οι μεγάλοι άρχισαν να μου φορτώνουν με την διαπιστωμένη πλέων αδιαφορία και περιφρόνησή τους ακόμα και προς αυτούς που Αγαπούσα, άρχισα και Εγώ μοιραία να χάνω τον Εαυτό μου και να προσπαθώ να γίνω ΚΑΤΙάλλο, εκτός από αυτό που ήμουν.
Τώρα στο τέλος του ταξιδίου, αυτό που καταλαβαίνω από όλη αυτή τη περιπέτεια, είναι ότι όσο κι’ αν προσπάθησα να γίνω ΚΑΤΙ, μέσω του χρήματος, της κοινωνικής αναγνώρισης ή της μόρφωσης, η ανάγκη κατανόησης και αναγνώρισης του Εαυτού από τον Εαυτό μου, ήταν το ουσιαστικό ζητούμενο, επαναλαμβάνω, όχι η αναγνώριση του Εαυτού από τους άλλους, αυτό είναι ένα ανεπαρκές υποκατάστατο, αλλά η αναγνώριση του Εαυτού από τον Εαυτό είναι το μέγιστο αγαθό!!
Στην εποχή μας αυτή η βαθειά ψυχική ανάγκη, ονομάζεται Αυτοεκτίμηση και δυστυχώς, τα πάντα στο πολιτιστικό μας μοντέλο,προσπαθούν να μας πείθουν διαρκώς για το αντίθετο ή θέτουν όρους και κανόνες που είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν, ώστε να μηναισθανόμαστε ποτέ Αυτοεκτίμηση.
Παράξενο δεν είναι, γιατί άραγε;
Ευτυχώς εκείνη τη δύσκολη εποχή, υπήρχε ένα φωτεινό αστέρι μέσα στο Νου μου, μια συγκλονιστική ανάμνηση ομορφιάς, που μέχρι τώρα δεν έχω λησμονήσει και πολλές φορές με έχει εμπνεύσει στην εύρεση σημαντικών απαντήσεων.
Ήταν θυμάμαι καλοκαίρι του 1948 όταν σε κάποια εξοχή της τότε καθαρής από λιπάσματα και φυτοφάρμακα Ελλάδας, ένα απόγευμα, μετά από ένα ολοήμερο τρεχαλητό στα χωράφια της περιοχής, η Γιαγιά μου, με ύφος προστακτικό, είπε.
“Βγάλε το βρακί σου και πήγαινε να σταθείς σ’ εκείνη τη σκάφη”
Πήρε δύο κουβάδες με νερό που ζεσταίνονταν στον Ήλιο και αφού με ξέπλυνε από τις λάσπες και τις σκόνες, με κάθισε σε μια καρέκλα και με τα σαπουνόνερα που μαζεύτηκαν μέσα στη σκάφη, μου έτριψε τα πέλματα των ποδιών μ’ έναν απλό τρυφερό τρόπο!!
Δεν το λησμόνησα ποτέ και τώρα, στο τέλος του ταξιδίου, η τότε είσπραξη αυτής της άδολης αισθαντικής Αγάπης από τη Γιαγιά μου,έγινε η ρίζα πάνω στην οποία στηρίζεται η σημερινή σιδηρά θέση μου ότι η Ζωή και η ομορφιά της, είναι αισθαντικότητα και όχι Λόγια, ειδικά καθαρά λόγια ή ορθολογικά.
Ο πραγματικός Λόγος του σκεπτικισμού και ορθολογισμού, είναι να βρει τον δρόμο επιστροφής στην άδολη αισθαντικότητα και όχι να την μάχεται. Αυτή η θέση μάχης του ορθολογισμού απέναντι στην αισθαντικότητα είναι και η παγίδα μέσα στην οποία το Ανθρώπινο είδος κατατρώγει τις σάρκες του.
Αυτή η ανάμνηση είναι καθαρά αισθαντική και δεν έχει καμία σχέση με φιλοσοφίες, θρησκείες και ιδεολογίες, δεν έχει να κάνει με λόγια σοφά και θέσφατα, ήταν μια πράξη άδολης Αγάπης, επαναλαμβάνωπράξη και όχι λόγια άδολης Αγάπης.
Δύο φορές στο υπόλοιπο της Ζωής μου, μου δόθηκε η ευκαιρία να ανταποδώσω την υπέροχη εμπειρία που μου χάρισε η Γιαγιά μου, μία το 1992 στο Άσραμ του Οsso στην Πούνα της Ινδίας, όταναπαλλαγμένος από τη στερητική ιδεολογία των Δυτικών θρησκευτικώνιδεών ξανάγινα Άνθρωπος με σάρκα και οστά και μια δεύτερη, όταν το καλοκαίρι του 2008, σε ένα αντίστοιχο Άσραμ στη Γερμανία, μου δόθηκε η ευκαιρία να διδάξω και να γίνει αμέσως αποδεκτή η πρακτική της άδολης Αγάπης, που η αμόρφωτη Γιαγιά μου, χωρίς λέξεις μου μετέφερε και μετέφερα.
Όσο κι’ αν προσπαθούσα εκείνη τη δύσκολη εποχή της νιότης μου να πω ή να κάνω κάτι σημαντικό για να αναγνωρισθώ από του μεγάλους,ποτέ δεν άκουσα ένα μπράβο, έναν έπαινο, μια αναγνώριση, μια ελάχιστη συμπάθεια, τουναντίον, μου φαινόταν σαν η κάθε προσπάθειά μου να ενοχλούσε τους μεγάλους, μου φαινόταν σαν οι μεγάλοι να ήθελαν να μείνω ένα ΤΙΠΟΤΕ, και τότε έκανα μια σπουδαία ανακάλυψη.
Όλοι οι μεγάλοι ήταν τόσο υπερήφανοι και σίγουροι για τον Εαυτό τους, τόσο βέβαιοι για το δίκιο τους και τόσο παντογνώστες, ώστε αποφάσισα να τους αντιγράψω, να ταυτισθώ μαζί τους όσο καλύτερα μπορούσα και έτσι, μέσω της ταύτισης, προσπάθησα κι’ Εγώνα γίνω σαν τους μεγάλους εκείνης της εποχής, ψεύτης, κλέφτης, ονειροπαρμένος, φαντασιόπληκτος, βίαιος, είρων, πονηρός και όχι ο Εαυτός μου, αφού αυτό ήταν πολύ ενοχλητικό για όλους, όταν τύχαινεδε να αρθρώσω το Εγώ θέλω, πάντα οι άλλοι με κοίταζαν παραξενεμένοι, πως ήταν δυνατό να θέλω κάτι για τον Εαυτό μου;
Τώρα τελευταία δε, κατάλαβα καλύτερα πόσο ενοχλητικό είναι για τους άλλους που είναι ΚΑΤΙ,
Εσύ, να είσαι ο Εαυτός σου!!
Σαν σε όνειρο θυμάμαι πως παρά τις προσπάθειες που κατέβαλα εκείνη την παιδική προς εφηβεία εποχή να γίνω σαν τους μεγάλους,δεν τα κατάφερα. Σ’ όλες μου τες πράξεις ήμουν μισός, μισός στο ψέμα, μισός στην αλήθεια, μισός στην καλοσύνη, μισός στην κακία και έτσι μισός, κομμένος σε δυο αντιμαχόμενα κομμάτια μεταξύ τους,άρχισα να ψάχνω μια θέση στον κόσμο των μεγάλων, που κι αυτοί,κομμένοι στη μέση, ενταγμένοι όλοι μέσα σ’ έναν εμφύλιο πόλεμομεταξύ των Εαυτών μας, άρχισα να ψάχνω τον Μίτο της Αριάδνης που θα με οδηγούσε έξω από τον Λαβύρινθο που μέσω της ταύτισης με
τον κόσμο των μεγάλων εγκλωβίστηκα.
Αν τα αναφέρω όλα αυτά, είναι γιατί από πολύ μικρός συνοδεύουν μέσα μου την ύπαρξη ενός «εγώ», εντελώς διαφορετικού απ’ αυτά πουσε διαρκεί αντίθεση με τον αλλοπρόσαλλο χαρακτήρα των υπολοίπων «εγώ», της προσωπικότητός μου“, αυτό το Εγώ, ήταν ήρεμο και σταθερό.
Καθαρό στα κριτήριά του και προειδοποιητικό, μπρος σε κάθε επικείμενη ανοησία.
Ο χαρακτήρας του όμως ήταν παθητικός. Δεν ήταν σε θέση να αντιρροπήσει τα άλλα ισχυρά Εγώ της προσωπικότητος και χανόταν μέσα στην ταραχή που αυτά δημιουργούσαν.
Στις κρίσιμες όμως καμπές της μετέπειτα ζωής μου, όταν όλα τα άλλαΕγώ με εγκατέλειπαν, αυτό έμενε στη θέση του, για να με στηρίξει και να με βοηθήσει να πάρω μια ψύχραιμη απόφαση.
Το ανέφερα ως «ένα εγώ», γιατί ήταν «κάτι» που είχε τον δικό τουΛόγο, τη δική του μνήμη και τις
δικές του προσδοκίες για μένα.
Δεν είχε όμως κανένα συγκεκριμένο σχέδιο να προτείνει. Ήταν άλλογο.
Όταν κάποιες φορές, βρισκόμουν σε αμηχανία και κατάθλιψη, έπαιρνε τον έλεγχο των συνειρμών μου
και πρότεινε απλώς ένα ονειρικό κολλάζ από τις ηρωικές και τραγικέςιστορίες που το εμψύχωναν.
Η ευθύνη, για το τι θα κάνω και πώς θα το κάνω, δεν ήταν δική του.
Ήταν δική μου. Του Εγώ της προσωπικότητός μου. Αλλά ποιο και τιείναι αυτό το ΕΓΩ της προσωπικότητοςσε σχέση με το άλλο, το άφωνο Εγώ, διερωτήθηκα;
Πέρασαν χρόνια αναζητήσεων, σε βιβλία, ταξίδια, γάμους, παιδιά, χρήματα, θρησκείες και ιδεολογίες, οικονομικές επιτυχίες και αποτυχίες, δυνατούς και ψόφιους έρωτες, μια ζωή προσπαθώντας να καταλάβω ποιος είμαι, τι είμαι και γιατί είμαι, να γεφυρώσω αντίθετα ρεύματα, μέσα και έξω μου, να βρω ειρήνη μέσα και έξω μου, να βρω την αλήθεια σε σχέση με το ψέμα που ζούσα, να βρω την ευδαιμονία σε σχέση με τη δυσαρέσκεια που βίωνα.
Ευτυχώς έζησα και ζήσαμε σε πλούσια εποχή, πλούσια σε χρήμα, γνώσεις και μέσα μετακίνησης και πληροφόρησης, πλούσια σε γεγονότα, σε ελευθερίες, σε βία, σε κακία αλλά και σε Αγάπη, σε εποχή που η Ανθρωπότητα κάνει άλματα στο Καλό και το Κακό. Η γενιά μου είναι πολύ τυχερή, διότι βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, την ώρα που όλα φωτίζονται και δεν υπάρχει περιθώριο για το ψεύδος να σκεπάσει την αλήθεια, την ώρα της τελικής απόφασης,που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Όχι να δηλώσει.
Ήταν το 1999 όταν το ερώτημα μιας φίλης, ένα λαμπρό πρωινό του καλοκαιριού, απολαμβάνοντας τη δροσιά κάποιων υπέροχων ούζων,πάνω σ’ ένα ζωντανό Ελληνικό κύμα, με ρώτησε, ποιο είναι το ΕγώΕιμί ο Εν Εμοί Ευάγγελε.
Ποιο είναι το Εγώ Ειμί ο Εν Εμοί Ευάγγελε αντήχησε το ερώτημα στο Νου μου και αμέσως, μέσα σε θύελλα θετικών συναισθημάτων που με κυρίευσε, σαν ένας ακοίμητος φρουρός, σαν ένας από πάντα φύλακας άγγελος, σαν έτοιμος από καιρό, εκείνο το άφωνο Εγώ σκίρτησε.
Δεν είπε Εγώ είμαι, δεν είπε Εδώ είμαι, απλά σκίρτησε, μόνο που αυτή τη φορά το Εγώ της προσωπικότητός μου σοφότερο από τη Ζωήκαι τη γνώση που κατέκτησε, κατάλαβε, κατάλαβε ότι εκείνο το άφωνο Εγώ, εκείνη η υπέρλογη παρουσία, που μ’ έσπρωχνε να τρίβω με λάδι τις εικόνες των Αγίων για να δω τα πρόσωπά τους, και να ανακαλύψω τις πραγματικές αιτίες της ανθρώπινης δυστυχίας,ήταν το Εγώ Ειμί ο Εν Εμοί, αυτό που καθόριζε τη μοίρα ή τοπεπρωμένο μου, το Λόγο και τη δικαίωση της Ύπαρξής μου.
Θυμάμαι ότι τα πάντα άλλαξαν, θυμάμαι ότι τότε ήταν η εποχή των μεγάλων απαντήσεων, θυμάμαι ότι αυτό το ερώτημα, αφύπνισε κάποιο είδος μαγικής ζύμης, που άρχισε να εμπλουτίζει και να γονιμοποιεί μια μάζα πληροφοριών και ιδεών που βρισκόταν αδρανής και βαριά μέσα στο Νου μου.
Ήταν η πρώτη φορά στη Ζωή μου που αισθάνθηκα με απόλυτη βεβαιότητα ότι έφτασα στην Ιθάκη μου, ήταν η πρώτη φορά που το Εγώ της προσωπικότητος αισθάνθηκε και αποδέχτηκε, ότι Αυτή ηΆδολη, Άφωνη, Σιωπηλή και Ανώνυμη Παρουσία, είναι Αυτή που ελέγχει όλα τα όντα από μέσα, ο Εσωτερικός Ελεγκτής, ο Αθάνατοςκαι υποκλίθηκε………
http://olympia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου