Δευτέρα 15 Αυγούστου 2011

Το ταξί ήρθε...

Γράφει η Χρυσούλα Μπουσιούτα
αποκλειστικά για το PRESS-GR
Ούτε ένα «σας», ούτε ένα «καλημέρα». Δε ξεκινήσαμε καλά. Πριν δυο μέρες γύρισα από το εξωτερικό και η πρώτη μου επαφή με παροχή υπηρεσιών ήταν με τη κοπέλα στο τηλεφωνικό κέντρο του ραδιοταξί. Αγενής. Πόσο εντύπωση μου κάνει! Ποτέ δεν έβαζα τους ανθρώπους σε κουτάκια εθνικοτήτων, πάντα πίστευα ότι είναι παντού ίδιοι, ανεξαρτήτως χρώματος, φυλής, αναστήματος και επιμένω σε αυτή την άποψη. Δεν είναι οι Άγγλοι πιο ευγενικοί και οι Έλληνες πιο αγενείς. Ίσως οι... μεν να έχουν την αρνητική ευγένεια και οι δε τη θετική αλλά και πάλι δεν διαφοροποιούνται. Μπαίνω στο ταξί. Η θεωρία μου επιβεβαιώνεται. Ο οδηγός είναι ένας καλοσυνάτος ευγενικός άνθρωπος με καθαρό βλέμμα. Μου λέει...
δυο φορές καλημέρα. -Που πάτε; -Στο λιμάνι… Με οδηγεί εκεί από έναν πολύ σύντομο δρόμο. 
Δεκαπενταύγουστος στην Ελλάδα. 15Αύγουστος στην Αθήνα. 15Αύγουστος στον Πειραιά. Η ζέστη είναι αφόρητη αλλά δε παραπονιέμαι γιατί τόσο καιρό γκρίνιαζα ότι δεν αντέχω το κρύο της Αγγλίας και θέλω να γυρίσω πίσω. Η ώρα είναι 6 και κάτι και το λιμάνι του Πειραιά πιο ξύπνιο από ποτέ. Σα να μη κοιμήθηκε. Αυτό συμβαίνει κάθε καλοκαίρι. Τα πρόσωπα εκείνων που φεύγουν είναι πιο φωτεινά από εκείνων που γυρίζουν και μπορείς εύκολα να τα ξεχωρίσεις. Οι μεν προσμένουν ένα μεγάλο φωτεινό καλοκαίρι, οι δε μόλις είδαν τη λάμψη του να σβήνει. Καλοκαιρινές ενδυμασίες, κουλούρια με ένα ευρώ, παζάρια για τα κουλούρια, ο ήχος από τα ροδάκια των αποσκευών και διάφορες εθνικότητες. Κάνω λίγο πιο κει για να ανάψω ένα τσιγάρο και μου έρχεται αυτή η έντονη μυρωδιά κατρουλιού που το λιμάνι δε μπορεί να βγάλει από πάνω του. Το μπλε της θάλασσας βελτιώνει τα πάντα. Ταξιδεύω μόνη μου για άλλη μια φορά. Το έχω πια συνηθίσει. Δε ξέρω αν μ’ αρέσει αλλά το έχω συνηθίσει. Μπαίνω στο καράβι και ξεφεύγω από το βουητό του λιμανιού. Business class. Άλλος κόσμος. Δεν είμαι πια για ταλαιπωρίες. Αρκετά ταλαιπωρήθηκα αυτόν το χρόνο. Ή τουλάχιστον δεν είμαι ακόμα έτοιμη για sleeping bag και άραγμα στην αλμύρα του καταστρώματος. Αλλά τι αξία έχει το νησί χωρίς αλμύρα και κατάστρωμα;
Ένα χρόνο αργότερα το ταξί ήρθε πάλι. Η ευγένεια φλέρταρε με τα όρια της ανεκτικότητας. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Το λιμάνι είχε την ίδια εικόνα και ένταση. Το εισιτήριο μου έγραφε «ΘΕΣΗ: ΟΙΚ(ονομική), ΝΑΥΛΟΣ: EUR 26.00». Με ένα μικρό σακβουαγιάζ στην πλάτη έτρεξα προς την πλευρά αγουροξυπνημένων 25άρηδων. Η κατεύθυνση γνωστή, ανεβαίνεις όσες σκάλες υπάρχουν στο πλοίο μέχρι να βρεις κατάστρωμα. Η κουφόβραση σε πνίγει ή σε χαϊδεύει τρυφερά- ανάλογα πως το βλέπεις- και μια νέα μέρα ξημερώνει στο Παλέρμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου