«Ήρθα στην πλατεία γιατί δεν ήθελα να χάσω αυτό το κομματάκι ιστορίας που γράφουμε τώρα».
των ΘΑΝΟΥ ΑΝΔΡΙΤΣΟΥ & ΚΩΣΤΑ ΓΟΥΣΗ
Αυτή η φράση, παρμένη από μια προσωπική αφήγηση που δημοσιεύτηκε σε μια παλαιότερη μπροσούρα για το Αργεντινάζο, περιγράφει τα αισθήματα των εκατοντάδων χιλιάδων που κατέκλυσαν τους δρόμους του Μπουένος Άιρες και άλλων μεγάλων πόλεων.
Είχε φτάσει πλέον η στιγμή, το ήξεραν καλά, να συναντηθούν με την ιστορία, να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να φροντίσουν πρώτα και κύρια για την επιβίωσή τους.
Πράγμα που... στα τέλη του 2001 φάνταζε αδύνατο για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Μικρά παιδιά είχαν αρχίσει να πεθαίνουν από ασιτία, όπως περιέγραφε ένας δημοσιογράφος, μητέρες ζήταγαν να δοθεί κομμάτι από τη σάρκα τους για να τα ταΐσουν, πάνω από το 50% των κατοίκων ήταν άνεργοι και πολύ περισσότεροι αυτοί που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Όμως τώρα ήταν η στιγμή που η οργή έπαιρνε μορφή και φώναζε «Ya Basta», «φτάνει πια». «Να φύγουν όλοι», έγινε το σύνθημα που πλημμύρισε τα χείλη.
Ο κόσμος αυξάνεται και γρήγορα η αστυνομία παίρνει εντολή να χτυπήσει...
Όμως το ποτάμι δεν μπορεί να καμφθεί. Ο πρόεδρος Ντε λα Ρούα, δεν μπορεί να το καταλάβει. Στις 10 το βράδυ, με διάγγελμα του επιτίθεται στον αγώνα κατηγορώντας για υποκινούμενα πλιάτσικα και θέτοντας τη χώρα σε «κατάσταση πολιορκίας». Τα πράγματα δεν θα πάνε όπως ελπίζει. Σε όλη την πόλη ευρύτερα λαϊκά, μικρά και μεσαία στρώματα βγαίνουν στο δρόμο με τις γνωστές κατσαρόλες δηλώνοντας τη συμπαράσταση στη μάχη και κατευθύνονται προς το κέντρο των εξελίξεων. Μερικές ώρες μετά ο μισητός Καβάγιο, πρωτεργάτης του αντιλαϊκού νεοφιλελεύθερου πειράματος με θητείες διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας επί χούντας, υπουργού Οικονομικών της κυβέρνησης του Μένεμ που διέλυσε στη δεκαετία του 90 τη χώρα και διορισμένου εκ νέου στην ίδια θέση, παραιτείται.
Τον ίδιο δρόμο θέλει ο λαός της Αργεντινής να πάρει και ο πρόεδρος Ντε λα Ρούα. Γι αυτό και γεμίζει ξανά τους δρόμους αψηφώντας το στρατιωτικό νόμο, πολιορκώντας το προεδρικό μέγαρο και την προεδρική κατοικία, σημαντικά δημόσια κτίρια και χρηματοπιστωτικά κέντρα. Η επίθεση του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού είναι τεράστια, αλλά δεν αρκεί απέναντι σε ένα αποφασισμένο πλήθος. Ώσπου, το βράδυ της ίδιας μέρας, όπως ίσως θα γνωρίζουμε όσοι αναφερόμαστε σε αυτή την κινηματογραφική σκηνή στις πλατείες του καλοκαιριού, φυγαδεύεται από τη χώρα με ελικόπτερο εγκαταλείποντας την εξουσία. Οι αγωνιζόμενοι, μετά από μια διήμερη μάχη, που έχει αφήσει 32 θύματα από κρατικές δολοφονίες, έχουν πετύχει την πρώτη και τεράστια νίκη, τη συντριβή της κυβέρνησης. Η 20η του Δεκέμβρη του 2001 θα μείνει σα σημείο σταθμός.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αν και ποτέ οι αυθεντικές εξεγέρσεις δεν μπορούν με σαφήνεια να προαναγγελθούν. Η χώρα βρισκόταν σε ένα διαρκή κινηματικό αναβρασμό όλα τα προηγούμενα χρόνια. Οι λαϊκές συνελεύσεις και βεβαίως το πρωταγωνιστικό κίνημα των ανέργων, των γνωστών πικετέρος, καθώς και σημαντικοί εργατικοί και πολιτικοί αγώνες ήταν καθημερινά φαινόμενα αντίστασης στην κοινωνική εξαθλίωση που είχε φέρει το οικονομικό μοντέλο του ΔΝΤ. Ένα μοντέλο που, τη δεκαετία του 90 στους κυρίαρχους κύκλους θεωρούταν «το πλέον σύγχρονο παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης και αξιοποίησης των δυνατοτήτων που προσφέρει η νέα εποχή», όπως έγραφε μετά την επίσκεψή του στην Αργεντινή το 2002, ο Λεωνίδας Βατικιώτης στο Πριν.
Από τη νέα εκλογή του στην προεδρία του 1989, ο περονιστής Μένεμ εφάρμοσε ένα από τα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα οικονομικά δόγματα του σοκ που έζησε ποτέ ο πλανήτης, αντίστοιχα με αυτά που υιοθετούν οι εξίσου σοσιαλιστές κυβερνώντες στην Ελλάδα. Οι βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας ξεπουλήθηκαν, οι εργασιακές σχέσεις αποδιοργανώθηκαν, το κοινωνικό κράτος διαλύθηκε, με μια δημοσιονομική πολιτική που στόχο είχε τη μείωση ενός χρέους που παρόλα αυτά εκτινασσόταν.
Βασικό εργαλείο του οικονομικού πολέμου δεν ήταν άλλο από την πρόσδεση του εθνικού νομίσματος με το ισχυρό δολάριο, μια νομισματική σύνδεση που υποτίθεται θα εγγυόταν τη σταθερότητα.
Έτσι, ο λαός της Αργεντινής βρέθηκε εγκλωβισμένος στα προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής, στην τεράστια ανεργία και την εξάπλωση της φτώχειας και τη πείνας. Όχι σε μια καθυστερημένη χώρα του τρίτου κόσμου, αλλά στην πιο εξελιγμένη κοινωνία της Λατινικής Αμερικής, με τεράστιες οικονομικές, βιομηχανικές και γεωργικές δυνατότητες, με συγκροτημένο κρατικό μηχανισμό, πλασαρισμένη πια στις πρώτες γραμμές του παγκόσμιου συστήματος.
Τον ίδιο δρόμο θέλει ο λαός της Αργεντινής να πάρει και ο πρόεδρος Ντε λα Ρούα. Γι αυτό και γεμίζει ξανά τους δρόμους αψηφώντας το στρατιωτικό νόμο, πολιορκώντας το προεδρικό μέγαρο και την προεδρική κατοικία, σημαντικά δημόσια κτίρια και χρηματοπιστωτικά κέντρα. Η επίθεση του κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού είναι τεράστια, αλλά δεν αρκεί απέναντι σε ένα αποφασισμένο πλήθος. Ώσπου, το βράδυ της ίδιας μέρας, όπως ίσως θα γνωρίζουμε όσοι αναφερόμαστε σε αυτή την κινηματογραφική σκηνή στις πλατείες του καλοκαιριού, φυγαδεύεται από τη χώρα με ελικόπτερο εγκαταλείποντας την εξουσία. Οι αγωνιζόμενοι, μετά από μια διήμερη μάχη, που έχει αφήσει 32 θύματα από κρατικές δολοφονίες, έχουν πετύχει την πρώτη και τεράστια νίκη, τη συντριβή της κυβέρνησης. Η 20η του Δεκέμβρη του 2001 θα μείνει σα σημείο σταθμός.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αν και ποτέ οι αυθεντικές εξεγέρσεις δεν μπορούν με σαφήνεια να προαναγγελθούν. Η χώρα βρισκόταν σε ένα διαρκή κινηματικό αναβρασμό όλα τα προηγούμενα χρόνια. Οι λαϊκές συνελεύσεις και βεβαίως το πρωταγωνιστικό κίνημα των ανέργων, των γνωστών πικετέρος, καθώς και σημαντικοί εργατικοί και πολιτικοί αγώνες ήταν καθημερινά φαινόμενα αντίστασης στην κοινωνική εξαθλίωση που είχε φέρει το οικονομικό μοντέλο του ΔΝΤ. Ένα μοντέλο που, τη δεκαετία του 90 στους κυρίαρχους κύκλους θεωρούταν «το πλέον σύγχρονο παράδειγμα οικονομικής ανάπτυξης και αξιοποίησης των δυνατοτήτων που προσφέρει η νέα εποχή», όπως έγραφε μετά την επίσκεψή του στην Αργεντινή το 2002, ο Λεωνίδας Βατικιώτης στο Πριν.
Από τη νέα εκλογή του στην προεδρία του 1989, ο περονιστής Μένεμ εφάρμοσε ένα από τα πιο ακραία νεοφιλελεύθερα οικονομικά δόγματα του σοκ που έζησε ποτέ ο πλανήτης, αντίστοιχα με αυτά που υιοθετούν οι εξίσου σοσιαλιστές κυβερνώντες στην Ελλάδα. Οι βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας ξεπουλήθηκαν, οι εργασιακές σχέσεις αποδιοργανώθηκαν, το κοινωνικό κράτος διαλύθηκε, με μια δημοσιονομική πολιτική που στόχο είχε τη μείωση ενός χρέους που παρόλα αυτά εκτινασσόταν.
Βασικό εργαλείο του οικονομικού πολέμου δεν ήταν άλλο από την πρόσδεση του εθνικού νομίσματος με το ισχυρό δολάριο, μια νομισματική σύνδεση που υποτίθεται θα εγγυόταν τη σταθερότητα.
Έτσι, ο λαός της Αργεντινής βρέθηκε εγκλωβισμένος στα προγράμματα δομικής αναπροσαρμογής, στην τεράστια ανεργία και την εξάπλωση της φτώχειας και τη πείνας. Όχι σε μια καθυστερημένη χώρα του τρίτου κόσμου, αλλά στην πιο εξελιγμένη κοινωνία της Λατινικής Αμερικής, με τεράστιες οικονομικές, βιομηχανικές και γεωργικές δυνατότητες, με συγκροτημένο κρατικό μηχανισμό, πλασαρισμένη πια στις πρώτες γραμμές του παγκόσμιου συστήματος.
Και όπως έγραψε ο Εντουάρδο Γκαλεάνο, που ξέρει όσο λίγοι τα τεκταινόμενα σε αυτόν τον «κόσμο ανάποδα»: Στη χώρα των παχιών αγελάδων τα παιδιά δεν έχουν γάλα να πιουν.
Τους τελευταίους μήνες του 2001 τα πράγματα είχαν οδηγηθεί σε μια αξεπέραστη κατάρρευση. Ο Καβάγιο θα επιστρέψει στο υπουργείο Οικονομικών για να βρει τη «λύση» στην χρεοκοπημένη χώρα ή καλύτερα για να ολοκληρώσει το έγκλημα που είχε ξεκινήσει. Και έρχεται το γνωστό Κοραλίτο, όπου για να σωθούν οι καταρρέουσες τράπεζες πάγωσαν σχεδόν ολοκληρωτικά οι καταθέσεις. Πλέον όχι μόνοι οι άνεργοι και οι φτωχοί, αλλά και μικρά και μεσαία στρώματα πέφτουν στην άβυσσο αδυνατώντας να καλύψουν ακόμα και τις πλέον βασικές ανάγκες τους. Ένα τεράστιο κύμα αγώνων θα έρθει ως απάντηση που θα κορυφωθεί το διήμερο 19-20 Δεκέμβρη.
Όμως δεν θα σταματήσει εκεί. Η πτώση του Ντε λα Ρούα έχει δώσει αυτοπεποίθηση, ενώ όργανα μιας εν σπέρματει εργατικής εξουσίας έχουν δημιουργηθεί διεκδικώντας περισσότερα. Στις λαϊκές συνελεύσεις ζητείται η αναδιανομή του πλούτου, η εθνικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, η διαγραφή του χρέους, ενώ πιο προωθημένα αιτήματα για συντακτική λαϊκή συνέλευση και πέρασμα της εξουσίας στα όργανα του λαού αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη απήχηση. Οι αγώνες και οι αιματηρές συγκρούσεις με την αστυνομία συνεχίζονται, ενώ καταλήψεις εργοστασίων και λαϊκές επιτροπές λαμβάνουν χώρα σε όλη την έκταση της Αργεντινής. Πρόεδροι ανεβαίνουν και πέφτουν μέσα σε ώρες ή μέρες. Πρόκειται για μια συνεχή, με κορυφώσεις, εξεγερτική και δυνητικά επαναστατική, διαδικασία που μαίνεται μέχρι την εκλογή του Νέστορ Κίρχνερ στην προεδρία, το 2003, ενώ οι παρακαταθήκες της είναι ακόμα ζωντανές.
Ο Κίρχνερ, αναλαμβάνει την προεδρία με μετριοπαθές, αστικό πρόγραμμα, το οποίο όμως παίρνει υπόψη του τις συνθήκες κοινωνικής εξέγερσης, περιλαμβάνοντας μέτρα ανακούφισης των λαϊκών στρωμάτων, επιδιώκοντας να διασώσει το σύστημα. Επιτυγχάνει την αναδιαπραγμάτευση και την διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του χρέους, αξιοποιώντας και τη βοήθεια της Βενεζουέλας. Τον ίδιο θα διαδεχθεί η γυναίκα του, που πρόσφατα ανανέωσε τη θητεία της. Το πρόγραμμα που ακολουθούν έχει επιτύχει περιορισμό της φτώχειας και της ανεργίας και ταυτόχρονα μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης. Βεβαίως, πρόκειται για πρόγραμμα σταθεροποίησης του αργεντίνικου καπιταλισμού και γι’ αυτό δεν μπορεί να ικανοποιήσει στόχους όπως η αναδιανομή του πλούτου και ακόμα περισσότερο τα αιτήματα για σταθερή δουλειά ή και για πέρασμα της εξουσίας στον εργαζόμενο λαό. Η μελέτη της εξέλιξης του Αργεντινάζο είναι κρίσιμη και θα παρουσιαστεί σε επόμενο φύλλο. Θα τολμήσουμε όμως να παραθέσουμε κάποιες αρχικές σκέψεις.
Η εξέγερση του 2001 έδειξε πρώτα και κύρια ότι η ιστορία δεν έχει τελειώσει. Οι κυρίαρχοι κύκλοι και στην Αργεντινή προσπάθησαν πάρα πολύ να ξορκίσουν αυτή την κληρονομιά. «Το τέλος της πολιτικής στους δρόμους» ήταν το κλείσιμο του βιβλίου του ιστορικού Ρομέρο στα τέλη του 20ου αιώνα. Και όμως, αν και ιστορικός, η ιστορία τον διέψευσε και ο αγωνιζόμενος λαός, και όχι στρατιωτικά πραξικοπήματα, ανέτρεψε την κυβέρνηση.
Η ιστορία της Αργεντινής έδειξε που μπορεί να οδηγήσει μια χώρα η πρόσδεση με το ΔΝΤ και τα διεθνή πολιτικά και οικονομικά κέντρα, μαζί με τις άρχουσες τάξεις κάθε χώρας.
Αυτό το δρόμο ακολουθούν και σήμερα στην Ελλάδα, ξεχνώντας όμως ότι υπάρχουν και οι στιγμές που φεύγουν με ελικόπτερα, ότι μπορεί το ίδιο το κίνημα να επιβάλλει εργατικές κατακτήσεις ακόμα και παύση πληρωμών του χρέους.
Έδειξε όμως επίσης, και τα όρια και τις δυσκολίες που θα εμφανίζονται πάντοτε. Ότι ακόμα και η επαναστατική δράση του λαού μπορεί να μείνει ανολοκλήρωτη, ότι χρειάζονται τεράστια βήματα προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την εργατική εξουσία ειδάλλως κάθε φορά θα μπορεί τα σύστημα να επανεμφανίζεται με άλλη μορφή και ο περονισμός, ή μια νέα σοσιαλδημοκρατία να αναγεννιούνται.
Αυτό το δρόμο ακολουθούν και σήμερα στην Ελλάδα, ξεχνώντας όμως ότι υπάρχουν και οι στιγμές που φεύγουν με ελικόπτερα, ότι μπορεί το ίδιο το κίνημα να επιβάλλει εργατικές κατακτήσεις ακόμα και παύση πληρωμών του χρέους.
Έδειξε όμως επίσης, και τα όρια και τις δυσκολίες που θα εμφανίζονται πάντοτε. Ότι ακόμα και η επαναστατική δράση του λαού μπορεί να μείνει ανολοκλήρωτη, ότι χρειάζονται τεράστια βήματα προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση και την εργατική εξουσία ειδάλλως κάθε φορά θα μπορεί τα σύστημα να επανεμφανίζεται με άλλη μορφή και ο περονισμός, ή μια νέα σοσιαλδημοκρατία να αναγεννιούνται.
Δεν μπορούν να υποτιμόνται οι κατακτήσεις του λαού σε μια ανέξοδη επαναστατικολογία, όσο όμως οι επαναστάτες δεν κλείνουν τα μάτια μπροστά στα συνολικότερα καθήκοντα και κυρίως στο ζήτημα της εξουσίας, αναζητώντας την μόνη πραγματική διέξοδο ενάντια στη βαρβαρότητα του συστήματος και τα πιθανά πισωγυρίσματα των αγώνων. Σε κάθε περίπτωση τα διδάγματα της λαϊκής εξέγερσης, των κατειλημμένων εργοστασίων, των πικετέρος κ.α. είναι ζωντανά όχι μόνο για τη Λατινική Αμερική, αλλά και για την Ελλάδα, τώρα.
Αργεντινάζο: Εικόνες από ταινία προσεχώς
«Η πείνα είναι ο δυναμίτης του ανθρωπίνου σώματος» έγραφε στα ημερολόγια από τις φαβέλες η Καρολίνα Μαρία πριν πολλές δεκαετίες. Αυτή η πείνα που έσπειρε το ΔΝΤ και η θηλιά της αποπληρωμής του χρέους έσπειρε το δυναμίτη του Αργεντινάζο. Ξέσπασε στην αυγή του 21ου αιώνα φανερώνοντας σε πόσο σαθρά θεμέλια εδράζονταν τα φληναφήματα περί «τέλους της ιστορίας». Δέκα χρόνια μετά το συμβολικό τέλος της κατά Χομπσμπάουμ εποχής των άκρων το στοίχημα των μεγάλων αφηγήσεων της χειραφέτησης ήταν ακόμη ανοικτό. Και για άλλη μια φορά στην ιστορία οι ταπεινοί και καταφρονημένοι έκαναν την έκπληξη. Ποια διδάγματα να αντλήσουμε και ποιους κινδύνους να αποφύγουμε;
Το Αργεντινάζο δε γεννήθηκε εκ του μηδενός κι όσο εκπληκτική κι αν είναι η μπενγιαμενικού τύπου «θεϊκή βία των εξεγερμένων», τόσο λίγα έχει να μας προσφέρει η αναγωγή της εξέγερσης σε κάποια θεωρία του ex nihilo (από το τίποτα) Συμβάντος. Αντίθετα, υπάρχει μια κοινωνική και πολιτική διεργασία που λαμβάνει χώρα τουλάχιστον μια πενταετία πριν την εξέγερση στους κόλπους του αργεντίνικου λαού. Οι ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του ’90 οδηγούν στο τεράστιο κύμα απολύσεων και την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας. Το 1996 – 7 ξεσπά το κίνημα των πικετέρος, το οποίο εξαπλώνεται ταχύτατα φτάνοντας τον Αύγουστο του 2001 να μετρά ήδη δύο πανεθνικές συνδιασκέψεις ανέργων και περήφανα μπλόκα αυτοκινητόδρομων.
Ταυτόχρονα, οι λαϊκές συνελεύσεις σε γειτονιές αποτελούν νέες μορφές οργάνωσης της συνολικής πάλης, αλλά και μάχης για την επιβίωση διεκδικώντας από το κράτος να οργανώνουν τα λαϊκά συσσίτια με σκληρή σύγκρουση τόσο με την κρατική γραφειοκρατία όσο και με τις τοπικές μαφίες.
Την περίοδο αυτή (1997 – 2001) δημιουργούνται συνολικές παραστάσεις αγώνα που έχουν αντίκτυπο σε όλη την κοινωνία. Όταν λοιπόν το Δεκέμβρη του 2001 ο Πρόεδρος Ντε λα Ρούα κηρύσσει κατάσταση πολιορκίας, τα μεσαία στρώματα, οι μικροαστοί των πόλεων έχοντας υποστεί κι αυτοί τις συνέπειες της καταστροφικής πολιτικής, γέρνουν καθοριστικά την πλάστιγγα και ξεχύνονται στους δρόμους μαζί με εργαζόμενους, ανέργους, αγρότες και φοιτητές οδηγώντας σε πολιτική αποσταθεροποίηση και κρίση πολιτικής εκπροσώπησης.
Και τι γίνεται με την Αριστερά και τα συνδικάτα την περίοδο της εξέγερσης; Ο Τζέιμς Πέτρας παρουσίαζε στις 9 Δεκέμβρη του 2001 μια εικόνα που θύμιζε Μόντι Πάιθονς, όπου όλες οι εκδοχές της Αριστεράς και των τριών ομοσπονδιών κρύφτηκαν κάτω από ένα μεγάλο κρεβάτι, έκαναν υψηλές θεωρητικές αναλύσεις και δήλωναν έτοιμες για μάχη, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, τη στιγμή που οι μάζες δέχονταν πραγματικά πυρά και μάχονταν ηρωικά στους δρόμους.
Η εικόνα αυτή φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του εκφυλισμένου γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, όπου οι δύο κύριες ομοσπονδίες αποστασιοποιήθηκαν από τις διαδηλώσεις, ενώ η CTA, όπου δρούσαν και αριστερές δυνάμεις δεν πήρε τις πρωτοβουλίες που έπρεπε. Ωστόσο, η Αριστερά και ιδιαίτερα η επαναστατική της εκδοχή, από το Παρτίδο Ομπρέρο (PO) και το εργατικό του μέτωπο Πόλο Ομπρέρο, μέχρι το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCR) και το ρόλο του στο Μαχητικό Ταξικό Ρεύμα (CCC), πρωταγωνίστησε στον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εξέγερση.
Πώς όμως από την απονομιμοποίηση του πολιτικού καθεστώτος και της αστικής πολιτικής, από το «Να φύγουν όλοι» οδηγηθήκαμε στην εκλογή Κίρχνερ και την εκ νέου σταθεροποίηση μέσα από το πρόταγμα ενός «νορμάλ καπιταλισμού!»; Εδώ οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη τις επισημάνσεις του Πέτρας γύρω από τις αδυναμίες κι ευθύνες της Αριστεράς, την πολυδιάσπαση, τον κατακερματισμένο μερικό αγώνα, τον περιορισμό σε αναγκαίες μεν δομές αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης, που μετατρέπονταν όμως σε αυτοσκοπό, τα αποκομμένα από το συνολικό πρόγραμμα αιτήματα, όπως τα «σχέδια απασχόλησης» που ενσωματώθηκαν τελικά από την κυβέρνηση προσφέροντας μερική εργασία με εξευτελιστικούς μισθούς κ.ο.κ.
Αυτό που μένει όμως είναι ότι το Αργεντινάζο τελικά δεν πέτυχε τίποτε; Αυτή θα ήταν μια προσέγγιση όσων θέλουν να ξεμπερδεύουν με τις εξεγέρσεις ή προσβλέπουν σε «κατά παραγγελία» επαναστάσεις στα μέτρα της ευκολίας που φαντασιώνονται. Στη δική μας ανάγνωση, χωρίς να υποτιμούμε την κιρχνερική σταθεροποίηση και τη διαιώνιση των κοινωνικών προβλημάτων, το βάρος πέφτει στις λαϊκές – εργατικές συγκροτήσεις πριν το 2001 που γιγαντώθηκαν στην εξέγερση και με παρατεταμένο μαζικό εκβιασμό και πλατιά λαϊκή νομιμοποίηση επέβαλαν πλευρές των διεκδικήσεων τους στην περίοδο μετά το Αργεντινάζο.
Το Αργεντινάζο δε γεννήθηκε εκ του μηδενός κι όσο εκπληκτική κι αν είναι η μπενγιαμενικού τύπου «θεϊκή βία των εξεγερμένων», τόσο λίγα έχει να μας προσφέρει η αναγωγή της εξέγερσης σε κάποια θεωρία του ex nihilo (από το τίποτα) Συμβάντος. Αντίθετα, υπάρχει μια κοινωνική και πολιτική διεργασία που λαμβάνει χώρα τουλάχιστον μια πενταετία πριν την εξέγερση στους κόλπους του αργεντίνικου λαού. Οι ιδιωτικοποιήσεις της δεκαετίας του ’90 οδηγούν στο τεράστιο κύμα απολύσεων και την κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας. Το 1996 – 7 ξεσπά το κίνημα των πικετέρος, το οποίο εξαπλώνεται ταχύτατα φτάνοντας τον Αύγουστο του 2001 να μετρά ήδη δύο πανεθνικές συνδιασκέψεις ανέργων και περήφανα μπλόκα αυτοκινητόδρομων.
Ταυτόχρονα, οι λαϊκές συνελεύσεις σε γειτονιές αποτελούν νέες μορφές οργάνωσης της συνολικής πάλης, αλλά και μάχης για την επιβίωση διεκδικώντας από το κράτος να οργανώνουν τα λαϊκά συσσίτια με σκληρή σύγκρουση τόσο με την κρατική γραφειοκρατία όσο και με τις τοπικές μαφίες.
Την περίοδο αυτή (1997 – 2001) δημιουργούνται συνολικές παραστάσεις αγώνα που έχουν αντίκτυπο σε όλη την κοινωνία. Όταν λοιπόν το Δεκέμβρη του 2001 ο Πρόεδρος Ντε λα Ρούα κηρύσσει κατάσταση πολιορκίας, τα μεσαία στρώματα, οι μικροαστοί των πόλεων έχοντας υποστεί κι αυτοί τις συνέπειες της καταστροφικής πολιτικής, γέρνουν καθοριστικά την πλάστιγγα και ξεχύνονται στους δρόμους μαζί με εργαζόμενους, ανέργους, αγρότες και φοιτητές οδηγώντας σε πολιτική αποσταθεροποίηση και κρίση πολιτικής εκπροσώπησης.
Και τι γίνεται με την Αριστερά και τα συνδικάτα την περίοδο της εξέγερσης; Ο Τζέιμς Πέτρας παρουσίαζε στις 9 Δεκέμβρη του 2001 μια εικόνα που θύμιζε Μόντι Πάιθονς, όπου όλες οι εκδοχές της Αριστεράς και των τριών ομοσπονδιών κρύφτηκαν κάτω από ένα μεγάλο κρεβάτι, έκαναν υψηλές θεωρητικές αναλύσεις και δήλωναν έτοιμες για μάχη, όταν οι συνθήκες ωριμάσουν, τη στιγμή που οι μάζες δέχονταν πραγματικά πυρά και μάχονταν ηρωικά στους δρόμους.
Η εικόνα αυτή φαίνεται να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του εκφυλισμένου γραφειοκρατικού συνδικαλισμού, όπου οι δύο κύριες ομοσπονδίες αποστασιοποιήθηκαν από τις διαδηλώσεις, ενώ η CTA, όπου δρούσαν και αριστερές δυνάμεις δεν πήρε τις πρωτοβουλίες που έπρεπε. Ωστόσο, η Αριστερά και ιδιαίτερα η επαναστατική της εκδοχή, από το Παρτίδο Ομπρέρο (PO) και το εργατικό του μέτωπο Πόλο Ομπρέρο, μέχρι το Επαναστατικό Κομμουνιστικό Κόμμα (PCR) και το ρόλο του στο Μαχητικό Ταξικό Ρεύμα (CCC), πρωταγωνίστησε στον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εξέγερση.
Πώς όμως από την απονομιμοποίηση του πολιτικού καθεστώτος και της αστικής πολιτικής, από το «Να φύγουν όλοι» οδηγηθήκαμε στην εκλογή Κίρχνερ και την εκ νέου σταθεροποίηση μέσα από το πρόταγμα ενός «νορμάλ καπιταλισμού!»; Εδώ οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψη τις επισημάνσεις του Πέτρας γύρω από τις αδυναμίες κι ευθύνες της Αριστεράς, την πολυδιάσπαση, τον κατακερματισμένο μερικό αγώνα, τον περιορισμό σε αναγκαίες μεν δομές αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης, που μετατρέπονταν όμως σε αυτοσκοπό, τα αποκομμένα από το συνολικό πρόγραμμα αιτήματα, όπως τα «σχέδια απασχόλησης» που ενσωματώθηκαν τελικά από την κυβέρνηση προσφέροντας μερική εργασία με εξευτελιστικούς μισθούς κ.ο.κ.
Αυτό που μένει όμως είναι ότι το Αργεντινάζο τελικά δεν πέτυχε τίποτε; Αυτή θα ήταν μια προσέγγιση όσων θέλουν να ξεμπερδεύουν με τις εξεγέρσεις ή προσβλέπουν σε «κατά παραγγελία» επαναστάσεις στα μέτρα της ευκολίας που φαντασιώνονται. Στη δική μας ανάγνωση, χωρίς να υποτιμούμε την κιρχνερική σταθεροποίηση και τη διαιώνιση των κοινωνικών προβλημάτων, το βάρος πέφτει στις λαϊκές – εργατικές συγκροτήσεις πριν το 2001 που γιγαντώθηκαν στην εξέγερση και με παρατεταμένο μαζικό εκβιασμό και πλατιά λαϊκή νομιμοποίηση επέβαλαν πλευρές των διεκδικήσεων τους στην περίοδο μετά το Αργεντινάζο.
Η παύση πληρωμών προς τους δανειστές, οι καταλήψεις εργοστασίων, η αύξηση των κοινωνικών δαπανών έχουν τη λαϊκή σφραγίδα της επιβολής κατακτήσεων.
Σήμερα λοιπόν στην περίοδο της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, τα νέα «νικηφόρα Αργεντινάζο» αποτελούν πηγή έμπνευσης και διδάγματα ανατροπής. Κι αν έμειναν στα μισά του δρόμου, ιδού η πρόκληση του παρόντος και του μέλλοντος μας∙ τα δύσκολα ξημερώματα μετά τις μαγικές νύχτες της όπου γης Αργεντινής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου