Συνταγματική εκτροπή χαρακτηρίζει την απεργία των δικαστών, ο επίτιμος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννης Παπανικολάου σε άρθρο του που δημοσιεύεται« Συνταγματική εκτροπή χαρακτηρίζει την απεργία των δικαστών, ο επίτιμος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου Ιωάννης Παπανικολάου σε άρθρο του που δημοσιεύεται στην «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ».
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο επίτιμος αντιπρόεδρος μιλάει δημόσια για την κατάσταση στη Δικαιοσύνη και τους μηχανισμούς που θέλουν τους δικαστές πειθήνια όργανά τους. Όντας ακόμη εν ενεργεία, σε... συνέντευξή του στο kentri.gr και την εφημερίδα «ο Κόσμος του Επενδυτή», είχε μιλήσει για αναξιοκρατία, οσφυοκαμψία, αριβισμό, ιδιοτέλεια, ανεπάρκεια και αρνησιδικία που χαρακτηρίζουν τις τελευταίες δεκαετίες τον ευαίσθητο χώρο της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
Το άρθρο αυτό γράφηκε με αφορμή την απόφαση της έκτακτης συνέλευσης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της 15/10, που καλούσε τους δικαστές να γράψουν στα παλιά τους παπούτσια το Σύνταγμα και τους νόμους και να απεργήσουν.
Γράφει ο επίτιμος Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου:
«Κατά το Σύνταγμα η δικαστική εξουσία ή λειτουργία είναι θεσμικά ισότιμη των δύο άλλων συντεταγμένων εξουσιών του κράτους.
Συμπέρασμα ενισχυόμενο από το άρθρο 26 παρ. 3 σδ. β΄του Συντάγματος, που ορίζει ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται στο όνομα του ελληνικού λαού, πηγή όλων των εξουσιών. Την ανεξαρτησία δε της δικαστικής εξουσίας το Σύνταγμα κατοχυρώνει στο άρθρο 87 παρ. 1 που ορίζει ότι «η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία».
Συνακόλουθη των άνω διατάξεων είναι εκείνη του άρθρου 23 παρ. 2 εδ. β΄του Συντάγματος απαγορεύουσα την απεργία με οιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς. Συναφείς είναι οι διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 40 του νόμου 1756/1988. Η πρώτη όρίζει: Ο δικαστικός λειτουργός οφείλει πίστη και αφοσίωση στην πατρίδα και στη δημοκρατία. Κατά την άσκηση των καθηκόντων του υπόκειται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους. Είναι υποχρεωμένος να μη συμμορφώνεται με διατάξεις που έχουν θεσπιστεί κατά κατάλυση του Συντάγματος». Η δεύτερη: Η απεργία, με οποιαδήποτε μορφή, απαγορεύεται στους δικαστικούς λειτουργούς».
Το άρθρο 23 παρ.2 εδ. β΄ του Συντάγματος αποβλέπει στη διασφάλιση της ομαλής και απρόσκοπτης λειτουργίας της δικαιοσύνης (Γνωμοδότηση Αρείου Πάγου Ολομέλεια 13/1991). Με τη λέξη «απαγορεύεται» νοείται ότι δεν παρέχεται, ούτε αναγνωρίζεται απεργιακό δικαίωμα στις δικαστικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, ούτε δικαίωμα απεργίας στους δικαστές. Ως απαγορευόμενη απεργία νοείται οιαδήποτε μορφή της, όπως π.χ. με στάσεις εργασίας, διακοπή δικαστικών συνεδριάσεων, μη δημοσίευση αποφάσεων, λευκή απεργία κ.λ.π. Η σχετική συνταγματική απαγόρευση είναι απόλυτη και δεν δικαιολογείται κατάλυσή της σε καμία περίπτωση. Επομένως, ούτε όταν ακόμη και η νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία παραβιάζουν συνταγματικές και άλλες διατάξεις, αφού τελικοί κριτές της αντισυνταγματικότητας των νόμων ( αρθρο 93 παρ 4 του Συντάγματος), και της νομιμότητας των πράξεων της διοίκησης είναι τα δικαστήρια, ενώ για την τήρηση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, ως προς τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών αρμόδιο είναι το δικαστήριο του άρθρου 99 του Συντάγματος.
Σύμφωνα δε με τις άνω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 90 επ. ν. 1756/ 1988 η συμμετοχή δικαστικού λειτουργού σε απεργία οποιασδήποτε μορφής συνιστά βαρύτατο πειθαρχικό αδίκημα, ενώ συνάμα διαπράττεται και το ποινικό αδίκημα της παράβασης καθήκοντος (ΠΚ 259), χωρίς να αποκλείεται η διάπραξη του εγκλήματος της πρόσκλησης για την εκτέλεση πλημμελήματος (ΠΚ 186 παρ. 2) ή εκείνου της εσχάτης προδοσίας (ΠΚ 134 παρ.2 εδ. α΄ και 134Α). |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου