Τι σχέση μπορεί να έχουν άραγε μεταξύ τους οι λέξεις «βουλευτής», «γιατρός» και «δικηγόρος»; Η προφανής, αλλά πρόχειρη, απάντηση είναι πως ένας βουλευτής μπορεί να έχει την ιδιότητα του γιατρού ή του δικηγόρου. Όπως κάλλιστα μπορεί να έχει την ιδιότητα του μηχανικού, ακόμη δε σπανιότερα του φαρμακοποιού, του δασκάλου, του ιδιωτικού υπαλλήλου, ενώ πολλάκις και με απόλυτη βεβαιότητα επιτυχίας έχει την ιδιότητα του εργατοπατέρα-συνδικαλιστή ή του προβεβλημένου τηλεοπτικού μαϊντανού.
Όμως..., αυτή η απάντηση είναι πολύ εύκολη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να συνδέει αυτές τις τρεις ιδιότητες-επαγγέλματα; Ασφαλώς και υπάρχει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον... δικηγόρο που συνεργάζεται με μερικούς συναδέλφους του. Κάποια στιγμή αποφασίζει να αποχωρήσει από το σχήμα. Επόμενο δεν είναι να πάρει μαζί του τους πελάτες του; Το ίδιο συμβαίνει και μάλιστα σε πιο έντονο βαθμό με τον γιατρό. Συνεργάζεται με ένα ιδιωτικό νοσοκομείο, αλλά αποφασίζει να ενταχθεί στο δυναμικό άλλου ιδιωτικού νοσοκομείου. Καθώς μετακομίζει στο άλλο νοσοκομείο, μοιραίο είναι να τον ακολουθήσουν όλοι οι ασθενείς του.
Ας έλθουμε τώρα στον βουλευτή. Έχει σχηματίσει μια «εκλογική πελατεία», δηλαδή έναν αριθμό ψηφοφόρων που τον ψηφίζουν κατά κανόνα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Είτε διότι διάκεινται φιλικότατα προς αυτόν, πόσω μάλλον αν είναι συγγενείς του, είτε διότι ο βουλευτής έχει ενδιαφερθεί για υποθέσεις τους, όπως είναι να μετατεθεί ο στρατευμένος κανακάρης τους σε μονάδα που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του, να απαντήσει γρήγορα σε αίτημά τους η τάδε ή η δείνα δημόσια ή δημοτική Αρχή, να σβήσει ο αστυνομικός μία κλήση για παράνομη στάθμευση ή υπερβολική ταχύτητα, να μετακινήσει ο Δήμος κάδο απορριμμάτων μακρυά από το σπίτι τους, να μειώσει ο Έφορος το πρόστιμο που τους έχει επιβληθεί, αλλά και, άμα λάχει, να διορισθούν στον Δημόσιο Τομέα, ο οποίος είναι φέουδο του πολιτευτή και του κόμματός του και όπου ο μισθός πέφτει βρέξει-χιονίσει, δουλέψει-δεν δουλέψει ο ψηφοφόρος. Αυτή, λοιπόν, είναι η λεγόμενη «εκλογική πελατεία», την οποίαν έχει κατά κανόνα χτίσει με υποχωρήσεις στη συνείδησή του και έκπτωση στις αξίες του ο πολιτευτής.
Κάποια μέρα, λοιπόν, αποφασίζει ο βουλευτής να μετακινηθεί από το κόμμα, στο οποίο ανήκει, για να συνεχίσει τη «σταδιοδρομία» του σε άλλο κόμμα. Το κάνει αυτό με τη βεβαιότητα ότι θα τον ακολουθήσει και η εκλογική πελατεία του. Δεν τον απασχολεί το ενδεχόμενο ότι, ενώ αυτός ήταν π.χ. σοσιαλιστής και αγωνιζόταν για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, εντάσσεται μετακινούμενος σε έναν πολιτικό σχηματισμό, ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με τον σοσιαλισμό, τον οποίον αντιθέτως βδελύσσεται.
Παράδειγμα ο κ. Αλέξανδρος Χρυσανθακόπουλος, ο οποίος μετακινήθηκε από το ΠΑΣΟΚ στον ΛΑΟΣ. Διερωτώμαι πώς είναι δυνατόν εκείνοι που τον ψήφιζαν όταν αγωνιζόταν για την επικράτηση του σοσιαλισμού μαζί με τον Άκη και τον Γιάννο, να τον ψήφισαν και όταν αντιμαχόταν τον σοσιαλισμό. Εκτός και αν πρόκειται για λαμπρό πολιτικό αστέρα, τον οποίο θα μπορούσε να ψηφίσει οποιοσδήποτε για τον δυναμισμό του, για τη σταθερότητα των απόψεών του (;;;;), για τη φωτεινή προσωπικότητά του και την απαράμιλλη φωτογένειά του.
Έτσι διερωτήθηκα πως ήταν δυνατόν να μετακινηθούν από τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ ο μακαρίτης Ιωάννης Μπούτος και ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος. Πώς καταφέρνει ο τελευταίος να εκλέγεται συνεχώς; Κατόρθωσε να μετατρέψει τους ψηφοφόρους του από δεξιούς σε κεντροαριστερούς, αφού ο ίδιος μελέτησε Μαρξ και τα βιβλία του Αντρέα που του επέτρεψαν να αφομοιωθεί πλήρως από το κόμμα του κ. Πρωτόπαππα;
Αυτά σκεφτόμουν προσπαθώντας να χωνέψω τη μετακίνηση της κ. Αγάτσα από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ. Πανηγυρίζει η ΝΔ, θλίβεται το ΠΑΣΟΚ. Παίζουν σαν μικρά παιδιά το «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις σημερινές συνθήκες το μόνο κοινό μεταξύ Αγάτσα-Σαμαρά είναι ο μνημονιακός προσανατολισμός αμφοτέρων. Υπάρχει, όμως, μία ειδοποιός διαφορά: η κ. Αγάτσα είναι εκ πεποιθήσεως μνημονιακή, ενώ ο κ. Σαμαράς κατήντησε, όπως μας λέει, μνημονιακός εξ υπέρτατης ανάγκης και την τελευταία στιγμή προς σωτηρία της πατρίδος, επειδή η μνημονιακή κ. Αγάτσα με τη σοσιαλιστική παρέα της έφεραν την πατρίδα στο χείλος του γκρεμού. Αν, λοιπόν, οι ψηφοφόροι τής μεταπηδώσης είναι υπέρ του Μνημονίου, δεν έχουν πρόβλημα να την ψηφίσουν υπό τη σημαία της ΝΔ. Αν, όμως, οι ψηφοφόροι της αδιαφορούν για το δίλημμα «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» και απλώς έχουν πάρει από αυτήν ή περιμένουν να πάρουν κάτι από όσα προανέφερα περί βολεμάτων, διορισμών κ.λπ., τότε ασφαλώς και έχει λυθεί η απορία μου.
Έλα, όμως, που κάτι με βασανίζει. Δεν μου φαίνεται επαρκής αυτή η εξήγηση. Δεν θα μπορούσε π.χ. να υπάρχει τρόπος να δούμε πώς συμπεριφέρονται οι ψηφοφόροι ενός πολιτευτού, ο οποίος μεταπηδά από ένα κόμμα σε άλλο; Υπάρχει και είναι ένας και μοναδικός. Να καταργηθεί η μυστικότητα της ψήφου. Οι εποχές είναι πολύ κρίσιμες, ώστε η διατήρηση της μυστικότητας της ψήφου να μην εξυπηρετεί παρά τη διαμόρφωση ανελεύθερων προσωπικοτήτων και υποτελών ανθρωπαρίων. Γιατί, ας πούμε, προβλέπεται η δυνατότητα ονομαστικής ψηφοφορίας στη Βουλή; Για να αναλαμβάνει ο κάθε βουλευτής και τα κόμματα τις ευθύνες τους για ένα μείζονος σημασίας ζήτημα. Θεωρώ πως έχει παρέλθει η εποχή, όπου η δημοσιοποίηση των πολιτικών μου πεποιθήσεων και επιλογών αποτελούσε κίνδυνο για μένα και την οικογένειά μου. Τώρα επιβάλλεται περισσότερο από ποτέ να καταργηθεί η μυστικότητα της ψήφου, ώστε κάθε ψηφοφόρος να αναλαμβάνει την ευθύνη της επιλογής του, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους εκπροσώπους μας στη Βουλή. Άλλωστε, τον δρόμο έδειξε πρώτος ο Μπένυ Βγαίνει, ο οποίος ως διαπρεπής συνταγματολόγος και πανεπιστημιακός διδάσκαλος επέτρεψε στον εαυτό του ως μοναδικό υποψήφιο να «εκλεγεί» στις εσωκομματικές «εκλογές» του ΠΑΣΟΚ με φανερή ψηφοφορία στα πλείστα των εκλογικών τμημάτων εις ένδειξη μαγκιάς και πράσινης (όχι σοσιαλιστικής) νομιμοφροσύνης.
Όπως νομιμοποιούμαι να γνωρίζω αν ο γείτονάς μου έχει καταδικασθεί ή διώκεται για παιδεραστεία, ώστε να προστατεύσω τα παιδιά μου, έτσι νομιμοποιούμαι να γνωρίζω αν ο γείτονάς μου ψηφίζει Μνημόνιο ή Πρωτόπαππα και καταδικάζει σε μαρασμό ή μετανάστευση τα παιδιά μου. Και μη μου πει κανείς ότι ακόμη και η Χούντα σεβάστηκε τη μυστικότητα της ψήφου, διότι θα καγχάσω και θα του διηγηθώ το ανέκδοτο με τον αστυνομικό που είδε μια γριούλα να προσπαθεί να ανοίξει τον κλειστό φάκελο με το ψηφοδέλτιο που της είχε δώσει ο γιός της να ρίξει στην κάλπη και τη ρώτησε:
- «Γιατί ανοίγεις τον φάκελο;».
- «Για να δω τι ψηφίζω», του απαντά.
- «Μην το κάνεις», της λέει ο αστυνομικός.
- «Γιατί;» τον ρωτάει απορημένη η γριούλα.
- «Απαγορεύεται. Δεν γνωρίζεις ότι η ψήφος είναι μυστική;» την αποστομώνει ο αστυνομικός.
Άτσα* η κυρία Αγάτσα κύριε Τόνυ Πατώνει!
Καλή (επ)Ανάσταση αδέλφια!
*Λαϊκό επιφώνημα εκφράζον ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία (Μπαμπινιώτης)
γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
από το taxalia
Όμως..., αυτή η απάντηση είναι πολύ εύκολη. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο που να συνδέει αυτές τις τρεις ιδιότητες-επαγγέλματα; Ασφαλώς και υπάρχει. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον... δικηγόρο που συνεργάζεται με μερικούς συναδέλφους του. Κάποια στιγμή αποφασίζει να αποχωρήσει από το σχήμα. Επόμενο δεν είναι να πάρει μαζί του τους πελάτες του; Το ίδιο συμβαίνει και μάλιστα σε πιο έντονο βαθμό με τον γιατρό. Συνεργάζεται με ένα ιδιωτικό νοσοκομείο, αλλά αποφασίζει να ενταχθεί στο δυναμικό άλλου ιδιωτικού νοσοκομείου. Καθώς μετακομίζει στο άλλο νοσοκομείο, μοιραίο είναι να τον ακολουθήσουν όλοι οι ασθενείς του.
Ας έλθουμε τώρα στον βουλευτή. Έχει σχηματίσει μια «εκλογική πελατεία», δηλαδή έναν αριθμό ψηφοφόρων που τον ψηφίζουν κατά κανόνα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Είτε διότι διάκεινται φιλικότατα προς αυτόν, πόσω μάλλον αν είναι συγγενείς του, είτε διότι ο βουλευτής έχει ενδιαφερθεί για υποθέσεις τους, όπως είναι να μετατεθεί ο στρατευμένος κανακάρης τους σε μονάδα που βρίσκεται κοντά στο σπίτι του, να απαντήσει γρήγορα σε αίτημά τους η τάδε ή η δείνα δημόσια ή δημοτική Αρχή, να σβήσει ο αστυνομικός μία κλήση για παράνομη στάθμευση ή υπερβολική ταχύτητα, να μετακινήσει ο Δήμος κάδο απορριμμάτων μακρυά από το σπίτι τους, να μειώσει ο Έφορος το πρόστιμο που τους έχει επιβληθεί, αλλά και, άμα λάχει, να διορισθούν στον Δημόσιο Τομέα, ο οποίος είναι φέουδο του πολιτευτή και του κόμματός του και όπου ο μισθός πέφτει βρέξει-χιονίσει, δουλέψει-δεν δουλέψει ο ψηφοφόρος. Αυτή, λοιπόν, είναι η λεγόμενη «εκλογική πελατεία», την οποίαν έχει κατά κανόνα χτίσει με υποχωρήσεις στη συνείδησή του και έκπτωση στις αξίες του ο πολιτευτής.
Κάποια μέρα, λοιπόν, αποφασίζει ο βουλευτής να μετακινηθεί από το κόμμα, στο οποίο ανήκει, για να συνεχίσει τη «σταδιοδρομία» του σε άλλο κόμμα. Το κάνει αυτό με τη βεβαιότητα ότι θα τον ακολουθήσει και η εκλογική πελατεία του. Δεν τον απασχολεί το ενδεχόμενο ότι, ενώ αυτός ήταν π.χ. σοσιαλιστής και αγωνιζόταν για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, εντάσσεται μετακινούμενος σε έναν πολιτικό σχηματισμό, ο οποίος ουδεμία σχέση έχει με τον σοσιαλισμό, τον οποίον αντιθέτως βδελύσσεται.
Παράδειγμα ο κ. Αλέξανδρος Χρυσανθακόπουλος, ο οποίος μετακινήθηκε από το ΠΑΣΟΚ στον ΛΑΟΣ. Διερωτώμαι πώς είναι δυνατόν εκείνοι που τον ψήφιζαν όταν αγωνιζόταν για την επικράτηση του σοσιαλισμού μαζί με τον Άκη και τον Γιάννο, να τον ψήφισαν και όταν αντιμαχόταν τον σοσιαλισμό. Εκτός και αν πρόκειται για λαμπρό πολιτικό αστέρα, τον οποίο θα μπορούσε να ψηφίσει οποιοσδήποτε για τον δυναμισμό του, για τη σταθερότητα των απόψεών του (;;;;), για τη φωτεινή προσωπικότητά του και την απαράμιλλη φωτογένειά του.
Έτσι διερωτήθηκα πως ήταν δυνατόν να μετακινηθούν από τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ ο μακαρίτης Ιωάννης Μπούτος και ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος. Πώς καταφέρνει ο τελευταίος να εκλέγεται συνεχώς; Κατόρθωσε να μετατρέψει τους ψηφοφόρους του από δεξιούς σε κεντροαριστερούς, αφού ο ίδιος μελέτησε Μαρξ και τα βιβλία του Αντρέα που του επέτρεψαν να αφομοιωθεί πλήρως από το κόμμα του κ. Πρωτόπαππα;
Αυτά σκεφτόμουν προσπαθώντας να χωνέψω τη μετακίνηση της κ. Αγάτσα από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ. Πανηγυρίζει η ΝΔ, θλίβεται το ΠΑΣΟΚ. Παίζουν σαν μικρά παιδιά το «σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο». Στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπό τις σημερινές συνθήκες το μόνο κοινό μεταξύ Αγάτσα-Σαμαρά είναι ο μνημονιακός προσανατολισμός αμφοτέρων. Υπάρχει, όμως, μία ειδοποιός διαφορά: η κ. Αγάτσα είναι εκ πεποιθήσεως μνημονιακή, ενώ ο κ. Σαμαράς κατήντησε, όπως μας λέει, μνημονιακός εξ υπέρτατης ανάγκης και την τελευταία στιγμή προς σωτηρία της πατρίδος, επειδή η μνημονιακή κ. Αγάτσα με τη σοσιαλιστική παρέα της έφεραν την πατρίδα στο χείλος του γκρεμού. Αν, λοιπόν, οι ψηφοφόροι τής μεταπηδώσης είναι υπέρ του Μνημονίου, δεν έχουν πρόβλημα να την ψηφίσουν υπό τη σημαία της ΝΔ. Αν, όμως, οι ψηφοφόροι της αδιαφορούν για το δίλημμα «Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο» και απλώς έχουν πάρει από αυτήν ή περιμένουν να πάρουν κάτι από όσα προανέφερα περί βολεμάτων, διορισμών κ.λπ., τότε ασφαλώς και έχει λυθεί η απορία μου.
Έλα, όμως, που κάτι με βασανίζει. Δεν μου φαίνεται επαρκής αυτή η εξήγηση. Δεν θα μπορούσε π.χ. να υπάρχει τρόπος να δούμε πώς συμπεριφέρονται οι ψηφοφόροι ενός πολιτευτού, ο οποίος μεταπηδά από ένα κόμμα σε άλλο; Υπάρχει και είναι ένας και μοναδικός. Να καταργηθεί η μυστικότητα της ψήφου. Οι εποχές είναι πολύ κρίσιμες, ώστε η διατήρηση της μυστικότητας της ψήφου να μην εξυπηρετεί παρά τη διαμόρφωση ανελεύθερων προσωπικοτήτων και υποτελών ανθρωπαρίων. Γιατί, ας πούμε, προβλέπεται η δυνατότητα ονομαστικής ψηφοφορίας στη Βουλή; Για να αναλαμβάνει ο κάθε βουλευτής και τα κόμματα τις ευθύνες τους για ένα μείζονος σημασίας ζήτημα. Θεωρώ πως έχει παρέλθει η εποχή, όπου η δημοσιοποίηση των πολιτικών μου πεποιθήσεων και επιλογών αποτελούσε κίνδυνο για μένα και την οικογένειά μου. Τώρα επιβάλλεται περισσότερο από ποτέ να καταργηθεί η μυστικότητα της ψήφου, ώστε κάθε ψηφοφόρος να αναλαμβάνει την ευθύνη της επιλογής του, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους εκπροσώπους μας στη Βουλή. Άλλωστε, τον δρόμο έδειξε πρώτος ο Μπένυ Βγαίνει, ο οποίος ως διαπρεπής συνταγματολόγος και πανεπιστημιακός διδάσκαλος επέτρεψε στον εαυτό του ως μοναδικό υποψήφιο να «εκλεγεί» στις εσωκομματικές «εκλογές» του ΠΑΣΟΚ με φανερή ψηφοφορία στα πλείστα των εκλογικών τμημάτων εις ένδειξη μαγκιάς και πράσινης (όχι σοσιαλιστικής) νομιμοφροσύνης.
Όπως νομιμοποιούμαι να γνωρίζω αν ο γείτονάς μου έχει καταδικασθεί ή διώκεται για παιδεραστεία, ώστε να προστατεύσω τα παιδιά μου, έτσι νομιμοποιούμαι να γνωρίζω αν ο γείτονάς μου ψηφίζει Μνημόνιο ή Πρωτόπαππα και καταδικάζει σε μαρασμό ή μετανάστευση τα παιδιά μου. Και μη μου πει κανείς ότι ακόμη και η Χούντα σεβάστηκε τη μυστικότητα της ψήφου, διότι θα καγχάσω και θα του διηγηθώ το ανέκδοτο με τον αστυνομικό που είδε μια γριούλα να προσπαθεί να ανοίξει τον κλειστό φάκελο με το ψηφοδέλτιο που της είχε δώσει ο γιός της να ρίξει στην κάλπη και τη ρώτησε:
- «Γιατί ανοίγεις τον φάκελο;».
- «Για να δω τι ψηφίζω», του απαντά.
- «Μην το κάνεις», της λέει ο αστυνομικός.
- «Γιατί;» τον ρωτάει απορημένη η γριούλα.
- «Απαγορεύεται. Δεν γνωρίζεις ότι η ψήφος είναι μυστική;» την αποστομώνει ο αστυνομικός.
Άτσα* η κυρία Αγάτσα κύριε Τόνυ Πατώνει!
Καλή (επ)Ανάσταση αδέλφια!
*Λαϊκό επιφώνημα εκφράζον ευχάριστη έκπληξη ή επιδοκιμασία (Μπαμπινιώτης)
γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
από το taxalia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου