του Σωτήριου Καλαμίτση
Ειδικώς αφιερωμένο
α] στον [συμπερι]φερόμενο ως υπουργό Δικαιοσύνης κ. Ρουπακιώτη ή
Παπαφίγκο, ο οποίος ένοιωσε την ανάγκη να εκφράσει την αγωνία του για
την έξαρση της βίας κατά των μεταναστών, ενώ ουδέποτε μέχρι σήμερα έχει
νοιώσει την ανάγκη να εκφράσει την αγωνία του για την εκτόξευση της..
άγριας εγκληματικότητας των λαθρομεταναστών εις
βάρος ανυπεράσπιστων ηλικιωμένων, αλλά και ανηλίκων, εν γένει δε του
φιλήσυχου ελληνικού λαού, τον οποίο ξεσκίζει και ο... κ. Ρουπακιώτης μαζί
με την υπόλοιπη παρέα των θολοκουλτουριάρηδων επαναδιαπραγματευτών του
πρωκτού, και
β] στον [συμπερι]φερόμενο ως υπουργό ΠΡΟ-ΠΟ τελευταίο μοϊκανό, ή μήπως
Δωριέα [;], κ. Δένδια ή Γυαλιστερό, του οποίου την άνοδο στα ανώτατα
στάδια νοητικής στέρησης είμαι βέβαιος ότι θα χειροκροτήσει η κ. Ρεπούση
τιθέμενη επί κεφαλής των σύγχρονων Δωριέων. Αλήθεια ρε Δένδια, βρήκες
κάποιο κείμενο, κάποια επιγραφή ηλικίας 4.000 ετών με τη συνταγή για
την αντιμετώπιση των κατερχομένων και είσαι έτοιμος να την εφαρμόσεις σε
όμοια κατάσταση;
.
Γεννήθηκα στην Ελλάδα από Έλληνες εξ αίματος γονείς και είμαι Έλλην
υπήκοος δια γεννήσεως. Έλαβα την προβλεπόμενη από τον νόμο στοιχειώδη
και μέση εκπαίδευση. Κατόπιν επιτυχών εξετάσεων, οι οποίες προϋπέθεταν
και για εμένα πολύ μόχθο και ατέλειωτες ώρες μελέτης, εισήχθην σε ΑΕΙ,
απ’ όπου απεφοίτησα στην ώρα μου για να μετεκπαιδευθώ εν συνεχεία εις
την Εσπερίαν [όχι σε αμφιβόλου επάρκειας πανεπιστημιακά ιδρύματα της
Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης]. Επανελθών άρχισα να εργάζομαι
συνεισφέρων στον δημόσιο κορβανά αναλόγως των δυνάμεών μου, όπως
έπρατταν και πράττουν εκατομμύρια συμπατριωτών μου, ώστε να συνεχίσει να
υπάρχει το πολυδιαφημιζόμενο κράτος δικαίου και πρόνοιας που μας
παρέδωσαν οι γονείς μας με όλα τα προτερήματα και ελαττώματά του.
Και ξαφνικά συνειδητοποιώ πως ό,τι δημιούργησα μαζί με τους συμπατριώτες
μου και τους προπάτορές μας πρέπει να το μοιράζομαι με εκατοντάδες
χιλιάδες εισβολέων, οι οποίοι ουδέν είχαν εισφέρει στον δημόσιο κορβανά
για να στηθεί το ασφαλιστικό σύστημα, οι πλατείες, τα μουσεία, τα
δημόσια κτήρια, το Μέγαρο Μουσικής, τα νοσοκομεία, το σύστημα υγείας, τα
σχολεία, τα πανεπιστήμια, οι δενδροστοιχίες, το τηλεφωνικό δίκτυο, το
δίκτυο ηλεκτροδότησης, το δίκτυο ύδρευσης, το οδικό δίκτυο κ.λπ. Οι
εισβολείς άρχισαν να απασχολούνται παρανόμως αντί χαμηλού ημερομισθίου
σε οποιονδήποτε είχε ανάγκη των υπηρεσιών τους, χωρίς ασφάλιση κ.λπ. Το
κράτος απόν!
Κάποιοι στιγμή το κράτος [τρόπος του λέγειν] αποφάσισε να δηλώσει την
παρουσία του, αλλά πώς; Νομιμοποιώντας τους εισβολείς, επειδή έτσι
έπρεπε, λέει, να γίνει για να μπει μια τάξη στο χάος που είχε προκληθεί.
Έπρεπε, λέει, και οι εισβολείς να αποκτήσουν δικαιώματα, ώστε να
υπέχουν και υποχρεώσεις. Δικαιώματα απέκτησαν, αφού από λαθρομετανάστες
ανέβηκαν στην κατηγορία του νόμιμου μετανάστη, αλλά για υποχρεώσεις δεν
ξέρω, αν εξαιρέσει κανείς τα ελάχιστα ένσημα που απαιτούνταν για την
ιατροφαρμακευτική περίθαλψή τους και τον μηδενικό φόρο που πλήρωναν,
τουλάχιστον μέχρι και το 2011, λόγω του αφορολόγητου ορίου.
Οι αριστεροί διατυμπανίζουν ότι οι εισβολείς είναι θύματα των
κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι τους εκμεταλλεύονται για να αυξάνουν τα κέρδη
τους. Οι δεξιοί [ακραιφνείς ή από κούνια, αλλά και μετανοημένοι
αριστεροί] δεν μιλάνε καθόλου, διότι το savoir vivre επιτάσσει να μη
μιλάμε όταν τρώμε. Έτσι, όλοι αυτοί οι αναξιοπαθούντες [;] εισβολείς
έχουν βρει προστασία υπό τα αλεξιβρόχια της αριστεράς και των
συνοδοιπόρων της, για να θυμηθώ έναν όρο της δεκαετίας του ΄60, της
κεντροδεξιάς σιωπώσης.
Στη συνέχεια αρχίσαμε να αντιμετωπίζουμε μεγάλα προβλήματα με την
παραβατικότητα πολλών εκ των εισβολέων, δεδομένου ότι έχει εισέλθει στη
χώρα κάθε καρυδιάς καρύδι, το οποίο τυγχάνει της προστασίας όλων των
πονόψυχων κρατικοδίαιτων συμπατριωτών μου. Πρωτόγνωρα εγκλήματα και
θηριώδης βία από άγριους κακοποιούς.
Εγώ που δεν γουστάρω την κατάσταση αυτή και θέλω να διαφυλάξω την
πατρίδα μου για εμένα και τα παιδιά μου, αλλά και τα παιδιά των παιδιών
μου, δεν είμαι παρά ένας εξοβελιστέος ρατσιστής. Εμφανίσθηκε και η
Χρυσή Αυγή, οπότε η ρετσινιά [;] του χρυσαυγίτη είναι έτοιμη να κολλήσει
στο μέτωπό μου, κάθε φορά που εκδηλώνω την άρνησή μου να αποδεχθώ το
χάλι που έχουν δημιουργήσει όλα αυτά τα δοχεία νυκτός που με κυβερνούν.
Νοιώθω μόνος και ανυπεράσπιστος. Είμαι ρατσιστής, επειδή δεν γουστάρω
τον εισαγόμενο λαθροτουρισμό που έχει καθίσει στο σβέρκο μου και μου τη
σπάει με πρωτοπορούσα την αριστερή κουλτουροδιανόηση. Και προσπαθώ να
καταλάβω τί σημαίνει «άνοιξαν τα σύνορα». Έτσι με πληροφόρησαν. Το 1992
λέει, με τη κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού και τη διάλυση της
Γιουγκοσλαβίας, άνοιξαν τα σύνορα. Νόμιζα ότι είχαν ανοίξει τα σύνορα
από τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού προς τη χώρα μου. Μπορούσε,
δηλαδή, πλέον κάθε πολίτης του ανύπαρκτου πλέον σοσιαλισμού να εξέλθει
της χώρας του και να έλθει στη χώρα του θαυμαστού ελληνικού σοσιαλισμού.
Νόμισα πως το άνοιγμα των συνόρων σήμαινε ότι κάθε πολίτης εκείνων των
χωρών που στέναζαν υπό τον κομμουνιστικό ζυγό, μπορούσε πλέον να πάρει
διαβατήριο και να ζήσει το καπιταλιστικό όνειρό του και στη χώρα μου, αν
και σοσιαλιστική. Για να εισέλθει, όμως, στη χώρα μου, νόμιζα πως θα
έπρεπε να τηρήσει και τους όρους που ορίζει το δίκαιο της χώρας μου.
Δεν ήταν, όμως, έτσι. «΄Ανοιξαν τα σύνορα» σήμαινε ότι έγιναν σουρωτήρι
τα δικά μας σύνορα. Αλήθεια, μέχρι την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού
μπορούσε οποιοσδήποτε να εισέλθει στην Ελλάδα και να κυκλοφορεί
ανενόχλητος; Αν όχι, τί συνέβη και αυτό κατέστη εφικτό μετά το 1992;
Έπαψαν να φυλάσσονται επαρκώς τα σύνορα; Υπάρχουν πράγματι
δουλέμποροι, οι οποίοι στοιβάζουν στην πατρίδα μου όλους αυτούς τους
δυστυχείς, όπως λέει το ΚΚΕ; Κι’ αν υπάρχουν, τί μέτρα προτείνατε κυρία
Αλέκα μας για να συλληφθούν και οδηγηθούν στη Δικαιοσύνη;
Έτσι, είδα χθες ένα όνειρο.
Είχα πάει, λέει, στο αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» χωρίς ταυτότητα
και διαβατήριο έτοιμος να ταξιδέψω στην Τασιαδία. Δεν μου επέτρεψαν να
επιβιβασθώ στο αεροπλάνο και επέστρεψα στο σπίτι μου ενοχλημένος. Γιατί
κύριε; Δεν είμαι εγώ άνθρωπος; Δεν είναι ανθρώπινο δικαίωμά μου να
ταξιδεύω σε όποια χώρα γουστάρω χωρίς να αποδεικνύω ποιός είμαι; Πρέπει
να διασχίσω τα σύνορα παράνομα για να αποκτήσω ανθρώπινα δικαιώματα;
Έξαλλος, πήγα την άλλη μέρα στον Έβρο και βούτηξα μια βάρκα για να
περάσω απέναντι. Καθώς κωπηλατούσα αμέριμνος, άρχισαν να πέφτουν γύρω
μου βροχή οι σφαίρες από τις τουρκικές περιπόλους στην αντίπερα όχθη.
Ανέκρουσα πρύμνα πανικόβλητος και γύρισα πίσω χωρίς να με ρωτήσει κανείς
πού ήμουν, τί έκανα και πώς βρέθηκα εκεί. Αλλά δεν σταμάτησε εκεί το
όνειρο.
Πήγα λέει αφρίζοντας στην Πακιστανική πρεσβεία στην Αθήνα και υπέβαλα
αίτηση για να αποκτήσω την πακιστανική υπηκοότητα. Μετ’ ου πολλές ημέρες
έλαβα το πακιστανικό διαβατήριό μου σε μία σεμνή τελετή στο πακιστανικό
Προξενείο και αμέσως πήγα στην αρμόδια ελληνική Υπηρεσία, όπου
απεκήρυξα τη ελληνική υπηκοότητά μου. Έτσι, καλμαρισμένος κάπως,
ξαναγύρισα στον Έβρο, ξαναβούτηξα μια βάρκα, πήγα μέχρι εκεί που δεν θα
άρχιζα να δέχομαι σφαίρες κατά ριπάς, και άρχισα το ταξίδι της
επιστροφής ψάχνοντας να βρω τρόπο να πέσω πάνω σε μία ελληνική περίπολο.
Εις μάτην. Τελικά βγήκα στην όχθη και κατευθύνθηκα σε ένα Αστυνομικό
Τμήμα, όπου συνελήφθην και ανακρίθηκα επί ώρες, επειδή οι αστυνομικοί
δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντας λευκό με ιρλανδικά χαρακτηριστικά
να φέρει διαβατήριο του Πακιστάν και ζήτησαν οδηγίες από την Αθήνα για
τα περαιτέρω. Είχα ξεχάσει και ΄κείνο το ρημάδι το σταυρουδάκι στο λαιμό
μου. Τους είπα ότι μου το χάρισε ένας χριστιανός, για τον οποίο δούλευα
στο Πακιστάν. Με τη γλώσσα δεν είχα πρόβλημα. Τους μιλούσα σε σπασμένα
αγγλικά με έντονη ένρινη προφορά και δεν έτυχε να με φέρει κανείς
αντιμέτωπο με πραγματικό πακιστανό, για να διαπιστώσει, αν γνωρίζω την
πακιστανική. Τελικά παρέλαβα το έγγραφο με την εντολή να εγκαταλείψω τη
χώρα εντός 30 ημερών και γύρισα στο σπίτι μου πανευτυχής.
Επί τέλους, ήμουν λαθρομετανάστης. Έκτοτε κατηφόριζα κάθε μέρα
στη Σοφοκλέους, όπου επινοούσα ευκαιρίες για να επιδεικνύω με καμάρι το
πακιστανικό διαβατήριό μου, το οποίο, πραγματικά, μού άνοιγε όλες τις
πόρτες παντού. Τί περίθαλψη δωρεάν, τί κλοπιμαία στο τζάμπα, τί παροχές
από το ΙΚΑ που δεν είχα δει ως Έλλην, τί γκομενάκια, τί φιλοδωρήματα μια
και τόπαιζα πού και πού και ντελιβεράς. Βέβαια, δυσκολεύτηκα μέχρι να
γίνω αποδεκτός από τη λαθροπαροικία. Η πρόδηλη [παπ]άρεια εμφάνισή μου
προκαλούσε δυσπιστία. Επινόησα το παραμύθι ότι ο πατέρας μου ήταν
επισμηναγός που παντρεύτηκε τη μάνα μου την Αγγλίδα, με αποτέλεσμα να
αποταχθεί από το στράτευμα, οπότε μόλις γεννήθηκα αυτομολήσαμε στην
Αγγλία, όπου στην πραγματικότητα ο πατέρας μου ενεργούσε για την
πακιστανική αντικατασκοπεία, για να μετατεθεί αργότερα στη Νέα Υόρκη,
όπου τον ακολουθήσαμε, φυσικά, οικογενειακώς, μέχρι που ένα απόγευμα
μάζεψαν κάτι καλόπαιδα του FBI τους γονείς μου και τα δύο αδέλφια μου
και τους ξαπόστειλαν στο Γκουαντάναμο με την κατηγορία της συνεργασίας
με τους Ταλιμπάν, οπότε εγώ που απουσίαζα από το σπίτι την ώρα της
σύλληψης έγινα μπουχός και μετά από δύο ετών περιπλάνηση κατάφερα να
έλθω στην Ελλάδα. Το πρόβλημα της άγνοιας της πακιστανικής γλώσσας το
ξεπέρασα λέγοντας ότι έφυγα μωρό από το Πακιστάν, ότι η μάνα μου δεν
μιλούσε πακιστανικά και ότι ο πατέρας μου δεν μας μιλούσε ποτέ
πακιστανικά, ώστε να ενσωματωθούμε γρήγορα στην αγγλοσαξωνική
αυτοκρατορία.
Μετά από 2-3 εβδομάδες στην αθηναϊκή λαθροπαροικία αποφάσισα να
συγκατοικήσω με τον Χασάν, για να μην κινώ υποψίες. Κοιμόμασταν σε
τσαρδάκι μέγκλα. Έξτρα, πρίμα, γκουντ. Κάποια μέρα, καθώς έβγαινα από τη
ντουσιέρα, είδα από το παράθυρο στο υπόγειο της απέναντι πολυκατοικίας
καμμιά 40ριά ομοεθνείς μου στοιβαγμένους σε ένα δωμάτιο 10μ2. Στον
τοίχο διέκρινα ένα κομμάτι από πανώ με τον τίτλο «Οι 257 δέρνουν και
γαμούν, αυτοί μας οδηγούν». «Τί είναι τούτοι ΄δω ρε;» ρώτησα έκπληκτος
τον συγκάτοικό μου. «Άσε, είναι για να τους δείχνουμε στο Παρατηρητήριο
των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και στον Ερυθρό Σταυρό. Κοιμόμαστε εκεί όλοι
με βάρδιες, αφού μείνουμε τρεις μέρες άπλυτοι και αξύριστοι». Είχα
βρεθεί αναπάντεχα στον Παράδεισο, μέχρι που γύρισε ο Χασάν μια μέρα στο
σπίτι, όπου μέναμε, και μου είπε σε άπταιστα ελληνικά: «Μάγκα, ένα
φιλαράκι από την Ασφάλεια μού είπε ποιός είσαι. Εξαφανίσου και μη σε
ξαναδώ κάτω από το Σύνταγμα». Σ’ εκείνο το σημείο ξύπνησα.
Τελικά, δεν είμαι λαθρομετανάστης. Είμαι κάτι χειρότερο. Είμαι
ανυπεράσπιστος. Οποιοσδήποτε μπορεί να μπει στο σπίτι μου και να με
κλέψει, να με κακοποιήσει ή και να με σκοτώσει, οποιαδήποτε ώρα της
ημέρας. Αν είναι λαθρομετανάστης, θα έχει την αμέριστη συμπαράσταση όλων
των αντιρατσιστικών δημοκρατορικών δυνάμεων που αμέσως θα μου πουν ότι ο
κλέφτης μου, ο ληστής μου, ο βιαστής μου, ο δολοφόνος μου είναι ένα
δυστυχισμένο πλάσμα που έπεσε θύμα των δουλεμπόρων και των
ιμπεριαλιστικών πολέμων των καπιταλιστών. Αν ο δικός μου κακοποιός τύχει
να είναι Έλληνας, οι ίδιοι αντιρατσιστές θα μου κλείσουν το μάτι με
νόημα θέλοντας να πουν: «Είδες ότι παραβατικοί δεν είναι μόνον οι
αλλοδαποί;».
Γι’ αυτό και εγώ αναζητώ κάποιον να με πάρει υπό την προστασία του. Η
κυβέρνησή μου είναι ανίκανη, τα 300 κοπρόσκυλα απλώς γαβγίζουν ή
κοπρίζουν, η Χρυσή Αυγή είναι, λέει, ναζιστική και όχι κομμουνιστική,
άρα χιτλερική και όχι σταλινική, εξ ου και απαγορεύεται να προστρέξω σ’
αυτήν, για να μην κακοχαρακτηριστώ ως ο άνθρωπος που ταΐζει το φίδι που
είναι έτοιμο να εκκολαφθεί, και όλοι οι αριστεροί [έτσι αυτοαποκαλούνται
με βάση το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό] αγωνιστές του Πολυτεχνείου
κόπτονται για τα δικαιώματα των εισβολέων.
Κάποιος νταβατζής και για μένα τον αυτόχθονα Έλληνα ρε παιδιά; Έτσι, για
παρηγοριά. Μήπως το Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο, τώρα που του
έδωσε ο κ. Σγουρός € 12 εκ. από τα λεφτά, λέει, των κουτόφραγκων που
μοιράζει; Ελεήστε το φυτό!
Σωτήριος Καλαμίτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου