Δράκαινα: Οι δράκαινες απολαμβάνουν να... ζουν νωχελικά στο βυθό της θάλασσας. Καλύπτονται με άμμο, δεν ξεχωρίζουν, δεν κουνιούνται και συχνά πυκνά “πέφτουμε” πάνω τους. Οι δράκαινες έχουν δηλητήριο στις (σκληρές) κεραίες του άνω πτερυγίου τους. Στο σημείο ακριβώς που ξεχωρίζει από την άμμο και εμείς πατάμε. Μόλις συμβεί κάτι τέτοιο να ξέρετε ότι ο πόνος είναι αφόρητος, αβάσταχτος. Άνθρωποι που πάτησαν δράκαινα, αναφέρουν ότι από τον πόνο σχεδόν λιποθύμησαν.
Το δηλητήριο των ψαριών αυτών, ενεργεί τόσο στο νευρικό σύστημα του ανθρώπου όσο και στο αίμα. Το αποτέλεσμα σε αυτή την περίπτωση είναι ο έντονος και με διάρκεια πόνος, η λιποθυμία, ο εμετός και ο υψηλός πυρετός (σπανιότερα). Οι παρενέργειες ενός τέτοιου τσιμπήματος διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο ανάλογα με τις άμυνες και τις αντιστάσεις του οργανισμού του. Το δέρμα στο σημείο που μπήκαν οι κεραίες, κοκκινίζει και πρήζεται. Ενώ ο πόνος δεν σταματά και χτυπάει μέχρι τη ρίζα του μέλους.
Δηλαδή μας τσίμπησε στην πατούσα, θα πονάει φριχτά ολόκληρο το πόδι μέχρι τους γοφούς. Η ζωή μας αν πατήσουμε δράκαινα δεν κινδυνεύει, αλλά εάν βρισκόμαστε κοντά σε κάποιο νοσοκομείο ή κέντρο υγείας, δεν είναι κακή ιδέα να το επισκεφτούμε. Σπανιότερα μπορεί να προκληθεί αλλεργικό σοκ, όμοιο με εκείνο που παθαίνουμε εάν μας τσιμπήσει σκορπιός.
Μόλις πατήσουμε δράκαινα, πρέπει με ψυχραιμία να βγούμε από το νερό και να απολυμάνουμε καλά το σημείο που μας τσίμπησε. Όσο περνάνε οι ώρες το δηλητήριο εξασθενεί. Ένα γιατροσόφι που δείχνει να είναι αποτελεσματικό, είναι το κάψιμο. Το δηλητήριο της δράκαινας, όταν θερμανθεί από 50 βαθμούς Κελσίου και πάνω, αδρανοποιείται. Οι ψαράδες που γνωρίζουν από αυτά, προτείνουν να πλησιάσουμε με ιδιαίτερη προσοχή (για να μην πάθουμε έγκαυμα) την καύτρα ενός τσιγάρου στην πληγή.
Συνήθως ύστερα από 48 – 72 ώρες ο πόνος και το πρήξιμο υποχωρούν. Πρέπει πάντως να ενημερώσουμε τον γιατρό μας που μπορεί να μας συστήσει αναλγητικά χάπια.
Αχινοί: Όποιος πατήσει αχινό είναι “πιο τυχερός” από κάποιον άλλον που πάτησε δράκαινα. Και αυτό γιατί ναι μεν πονάει αλλά σε καμία περίπτωση όπως με τη δράκαινα. Όταν πατήσουμε αχινό και μετά τον πρώτο “υποθαλάσσιο” αιφνιδιασμό, πρέπει να βγούμε προσεκτικά στην παραλία, δίχως να περπατήσουμε με το πόδι που τον πατήσαμε. Τα σπασμένα αγκάθια του που θα έχουν καρφωθεί στην πατούσα μας, μπορεί με το περπάτημα να μπουν ακόμη περισσότερο μέσα.
Καταρχήν ψυχραιμία, από το τσίμπημα αχινού δεν πέθανε ποτέ κανείς. Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να αλείψουμε την περιοχή με τα αγκάθια (συνήθως είναι πολλά μαύρα στίγματα μέσα στο δέρμα μας), με ελαιόλαδο για να μαλακώσει. Θα ανακουφιστούμε από τον πόνο εάν βουτήξουμε το πόδι μας σε μια λεκάνη με ζεστό νερό. Στη συνέχεια και αφού έχει μαλακώσει το δέρμα, πρέπει να βγάλουμε τα αγκάθια ένα ένα. Πιέζουμε το κρέας, δεξιά και αριστερά από το αγκάθι, μέχρι να ξεμυτίσει από το δέρμα. Μετά με ένα τσιμπιδάκι το τραβάμε. Καλό θα είναι να έχουμε και ένα μεγεθυντικό φακό για να βλέπουμε. Προσοχή, υπάρχει και η λύση της καρφίτσας. Αφού την απολυμάνουμε με οινόπνευμα, πολύ προσεκτικά, την πιέζουμε και βγαίνει το αγκαθάκι. Όταν επιτέλους τελειώσει αυτή η διαδικασία πρέπει να απολυμάνουμε την περιοχή, με πράσινο σαπούνι ή οξυζενέ, για να αποφύγουμε την μόλυνση.
Εάν έχουν παραμείνει αγκάθια μέσα στο δέρμα, μην αγχώνεστε, με τον καιρό θα αποβληθούν μόνα τους.
Αν συνεχίζουμε να πονάμε πολύ, καλό θα ήταν να επισκεφτούμε ένα νοσοκομείο, ή κάποιο γιατρό. Μέχρι να περάσει ο πόνος δεν θα πρέπει να πατάμε με το τραυματισμένο πόδι, ενώ οι συνεχείς επαλήψεις με ελαιόλαδο θα μας ανακουφίζουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου